Αυτοκινητόδρομος 62
Τόσα χρόνια μετά, θα έλεγε κανείς πως έγινε ένα απ’ αυτά που αγαπάμε να μισούμε. Χρόνια αναρωτιόμουν πότε θα τελειώσει αυτή η Οδύσσεια. Πότε θα φτάσω στο νησί. Να βρω ένα τσούρμο μνηστήρες, να διαλέξω τον πιο κορδωτό, να μας πετάξουν ρύζι. Κι εγώ, να αποτινάξω επιτέλους την κατάρα. Για τον πρώτο καιρό δε θυμάμαι πολλά – ήταν περισσότερη η πικρία απ’ τη μοναξιά. Κάποτε θα ξεκολλήσει από πάνω μου, σκεφτόμουν. Είχε αρχίσει να μοιάζει με αρρώστια. Με λέπρα που σου τρώει το κορμί. Έτσι πέρασαν δέκα χρόνια. Κάποτε άρχισα να το λέω σχεδόν με περηφάνια. Δέκα χρόνια μόνη. Αποκλείεται, μου λέγαν. Κι όμως, απαντούσα. Γούσταρα που σόκαρα. Πια δεν ξέρω αν ήταν πεπρωμένο, όπως κάποτε ήθελα να πιστεύω. Η μοναξιά, μην τη βλέπεις έτσι, έχει κάτι εθιστικό. Κάτι θελκτικό. Δεν πονάει. Δεν εκπλήσσει. Δεν απογοητεύει. Η μοναξιά είναι πάντα εκεί όταν τη ζητήσεις. Ξέρεις όλα της τα πρόσωπα. Μπορείς να της μιλήσεις. Να της πιάσεις το χέρι. Να φάτε, να πιείτε, να πείτε ιστορίες για τα παλιά. Τη μοναξιά μπορείς να την εμπιστευτείς. Κι έτσι, αφού την πολέμησα σκληρά, με βρήκε σχεδόν να την αποζητώ. Κανείς θα έλεγε, να μη ζω δίχως αυτήν. Βρίσκομαι σε δίπολο είπε η Ψ. Δίπολο το ονόμασα εγώ δηλαδή, γιατί μου άρεσε η λέξη. Ίσως και να με περιγράφει· όπως το ανάμεσα, το μεταξύ, το μπορεί. Σε κάθε περίπτωση, Ambivalenz το ονόμασε αυτή. Αμφιταλάντευση. Ένας πόλεμος. Ανάμεσα στο γνώριμο και στο άγνωστο. Αυτό που μπορεί να μην έρθει στην ώρα του. Αυτό που δε θα είναι όπως το περίμενες. Θα αφήσει άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη, νερά στο μπάνιο, απότιστα λουλούδια στο μπαλκόνι. Θα είναι ασυνεπές. Θα απαιτεί υποχωρήσεις. Είσαι σε πόλεμο, μου είπε. Μπορείς να πάρεις ξανά το ποδήλατο. Να κάτσεις μόνη στο μπροστινό θρανίο. Ή να τα κάνεις όλα αλλιώς. Τι θέμα σήμερα. Δεν έχω στ’ αλήθεια να γράψω τίποτα. Η μοναξιά είναι σύμμαχος. Η μοναξιά είναι εχθρός. Δε νιώθω μόνη. Νιώθω μόνη. Σαν εκείνο το Τζόσουα Τρι, στον αυτοκινητόδρομο 62, πέρα από την Κοιλάδα του Θανάτου. Ανάμεσα στη Νεβάδα και την Καλιφόρνια. Στη μέση του τίποτα, να με κοιτά ατάραχο. Κι εγώ δίπλα του, να μοιάζω μικρή.
