Το τελευταίο αχ
Η καρδιά μου πονάει. Δεν πονάει όπως στα τόσα τραγούδια που έχουν γραφτεί. Δεν έχει σπάσει σε χίλια κομμάτια. Ούτε είναι μαύρη. Η καρδιά μου είναι κόκκινη και ζωντανή. Φουσκώνει έντονα και ρουφάει αέρα πολύ. Ύστερα τον βγάζει, λίγο πιο έντονα από ότι άλλες καρδιές. Η καρδιά μου είναι ζωντανή. Μα πονάει. Όπως πονάει κανείς όταν πέσει από το ποδήλατο ή όπως όταν χτυπήσει το μικρό του δάχτυλο στη γωνία του κρεβατιού. Άλλωτε νιώθω να την σφίγγει ένας σπάγγος, όπως σφίγγουμε την γαλοπούλα ετοιμάζοντας το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Άλλοτε σα να τυλίγεται με μια σακούλα και να μην μπορεί να βρει άνοιγμα. Άλλες φορές πονάει όπως πονάει κανείς όταν τον παρατήσουν μόνο. Πονάει πάντως διαρκώς. Κάθε τικ είναι ένα αχ και κάθε τακ μια σιωπηλή αποδοχή των όσων υπάρχουν και όσων λείπουν. Είναι στιγμές που νιώθει κάποιος να την παίρνει στα χέρια του. Να την χαιδεύει, να της βάζει κάποιο βάλσαμο στις πληγές, να την χαϊδεύει, να την ζεσταίνει. Κι ύστερα πάλι γρήγορα να την αφήνει. Ίσως ο ήχος είναι πολύ δυνατός σκέφτομαι, πολύ αγωνιώδης για κάποιον που θέλει μια ήρεμη συναναστροφή. Ίσως το βάλσαμο του τελειώνει, ίσως δεν θέλει να το ξοδέψει όλο. Ίσως θέλει να πάρει κάποιος τη δικιά του την καρδιά στα χέρια. Να την αγκαλιάσει, να την κανακέψει. Να της δώσει προσοχή. Ίσως να θέλει μια διαφορετική καρδιά. Λιγότερο γδαρμένη. Πιο λαμπερή. Που το τικ τακ της έχει καλύτερο ρυθμό. Πιο μελωδικό, πιο ήρεμο. Ίσως η δικιά μου καρδιά να θυμίζει πεδίο μάχης. Δεν θα το αρνηθώ. Θυμίζει. Μα αυτό σημαίνει πως είναι ακόμα ζωντανή. Αυτό σημαίνει ότι νίκησε.