Loving strangers
Πρώτη φορά κατάλαβα γιατί τον απεικανίζουν με βέλη. Μάλλον δεύτερη. Μα τούτη η φορά πόνεσε περισσότερο από την πρώτη. Στο αναπάντεχο, εκεί κρύβεται η ευστοχία του – η ατυχία σου. Δεν το είδα να έρχεται, μονάχα το ένιωσα. Απότομα στα δεξιά του θώρακα. Το ένιωσα να σχίζει το κορμί μου, να γλιστράει με δεξιοτεχνία ανάμεσα στις πλευρές και να σφηνώνεται βαθιά. Nα μπήγεται σε αυτό το αφράτο πράγμα που χτυπά κάθε δεύτερο του λεπτού και για λίγο να το σταματά. Ένιωσα μια παλινδρόμηση και κατάφερα να ψελίσω τέσσερις λέξεις. Θυμάμαι το άβολο βλέμμα του. Κοντοστάθηκε χωρίς να ξέρει τι να πει. Χαμογέλασε και αποχώρησε. Ξαναγύρισε. Μάλλον του άρεσε το ξαφνικό θήραμά του. Ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες κι αρχίσαμε να χορεύουμε, ύστερα να μιλάμε ξανά. Μιλούσαμε, μιλούσαμε, μιλούσαμε. Γύρω μας κανείς κι ας ήταν εκατοντάδες. Γύρω μας σιωπή από ηχεία που έπαιζαν τόνους μεγαβάτ. Είμασταν εμείς το σύμπαν και το σύμπαν εμείς. Ξαπλώσαμε στην κούνια. Μια κλωστή ένωνε τις τεράστιες κόρες των ματιών μας. 3 εκατοστά απόσταση μας έφερνε πιο κοντά από ότι μας χώριζε. Κοιτιόμασταν για ώρες χωρίς να ακουμπάμε ο ένας τον άλλον. Θυμάμαι το ερωτερικό του μπράτσου του. Ποτέ δεν θέλησα να αγαπήσω τόσο πολύ, κάτι τόσο ξένο. Δεν ξέρω πως τα χείλη μας άγγιξαν, χωρίς καθόλου να κινηθούμε. Θα ορκιζόμουν στην φυσική έλξη, αυτήν που δημιουργείται από τον καθαρό ελεκτρισμό. Δεν με άφηνε, δεν τον άφηνα. Θυμάμαι να του μαθαίνω πράγματα καινούρια. Θυμάμαι να γελάει. Τα μάτια του. Μπλε βαθιά άγρια μάτια. Άγρια για όλους εκτός από εμένα. Τα φρύδια του, ξανθά, αχνοφαίνονταν. Τις άσπρες τρίχες στους κροτάφους. Το κατάλευκο των δοντιών του. Συγχωρέστε με για την απέραντή μου επιφάνεια, μα πάει καιρός που δεν μπορώ να σταματήσω να υποκλίνομαι στην ομορφιά. Ήταν όμορφος. Όμορφος σαν άνοιξη. Καυτός σαν καλοκαίρι. Σα να σ’αγκάλιαζαν η θάλασσα και ο ήλιος μαζί. Ήταν όμορφος. Θεέ μου, πόσο όμορφος. Θυμάμαι τις ιστορίες του. Θυμάμαι τις δικές μου. Όλες σε άπταιστα γερμανικά. Οι λέξεις πάντα βρίσκονται όταν απέναντί σου βρίσκεται αυτός που θέλεις να τις ακούσει. Θα φύγω του είπα. Μα έμεινα. Θα φύγω του είπα και του έπιασα το χέρι. Ακολούθησε. Φεύγω του λέω. Έμεινα ξανά. Η πόρτα σήμαινε το τέλος. Το ήξερα. Έφυγα. Ένα μήνυμα ήρθε και το κοφτερό βλέμμα του στην πόρτα μου. Ένας ύπνος. Αφού μόνο αυτός στο μικρό μου μυαλό σημαίνει περισσότερα από οτιδήποτε άλλο. Θυμάμαι κάθε διαδρομή που έκαναν τα δάχτυλά του στο κορμί μου. Από τις παλάμες μέχρι το λαιμό. Από τους γοφούς μέχρι τον αυχένα. Χαιδεύω. Πόσο υποτιμεμένο ρήμα. Θυμάμαι το πρωί μετά. Τα μάτια του. Τα φρύδια του. Τον άτριχο θωρακά του. Θυμάμαι. Πόσο υπερτιμημένο ρήμα. Και πάμε τώρα στα βασικά. Ξέρω. Ρήμα χρήσιμο, ανελέητο, αδυσώπητο. Ξέρω πως αυτός δεν θυμάται τίποτα.