Archives for September 2013
Έμπρακτα θεατρικά
Πράξη πρώτη [Το τελευταίο (μας) καλοκαίρι]
“Οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου
με βρήκαν ξαπλωμένο σε αγκάθια
Οι τελευταίες μέρες μαζί του
με βρήκαν μ’ ένα χέρι στο λαιμό μου”
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών.
Καιρός να ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες
— τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα
που τόσο σου πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις.
Εγώ, τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη,
θα ξανακοιτάξω τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα,
μάλλον πως έχω αφαιρέσει πολλά,
καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο
κάτω απ’ τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το τελευταίο.
Γιάννης Ρίτσος
Πράξη Δεύτερη [Ατέλειωτα χρυσάνθεμα]
“Λοιπόν, τι απέγιναν τα ωραία χρυσάνθεμα;
Πού πήγαν οι παλιές μέρες;
Άνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους ψάχνοτας με τα μάτια τον
Πού πήγαν οι παλιές μέρες;
Άνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους ψάχνοτας με τα μάτια τον
ορίζοντα.
Σφυρίγματα τραίνων που σε πηγαίνουν πιο μακριά απ’ τα
τραίνα.”
Πράξη Τρίτη [Άνω τελεία]
Καιρός και να συντάξεις το αποχαιρετιστήριο
που θα αφήσεις στην (κενή πλέον) θέση της βαλίτσας
να αποφασίσεις το ύφος, το μέγεθος, τα σημεία στίξης
Παλιά σου άρεσαν πολύ οι τελείες
έκοβες τις προτάσεις, τις άφηνες μικρές, σχεδόν μισοτελειωμένες
Τα κόμματα ποτέ δεν σου άρεσαν, άσκοπη φλυαρία τα θεωρούσες
Οι παρενθέσεις μεγάλη σου αδυναμία,
αλλά γνωρίζεις τη χρήση τους μόνο όταν ξέρεις το τέλος
κι εσύ δεν το ξέρεις
μη βάλεις τελείες στο αποχαιρετιστήριο, ούτε μία
[ · ]
Η αέναη κίνηση
ακούω έξω στην αυλή μια σκούπα να ξύνει το τσιμέντο
τα ηχεία παίζουν υπόκωφα Alex Turner
οι άνθρωποι είναι τόσο περίεργοι σκέφτομαι
που ίσως δεν αξίζει να προσπαθήσεις να τους γνωρίσεις
μα πιο περίεργη είναι η ζωή
σίγουρα, χάσιμο χρόνου να προσπαθήσεις να την καταλάβεις
το χώμα είναι νωπό και μυρίζει βροχή
μ’ αρέσει η μυρωδιά της βροχής
κάθε φορά που βρέχει μου έρχεται μια ακαταμάχητη επιθυμία να χορέψω
χθες έβρεχε πολύ και φυσούσε, ακούγονταν θόρυβοι δυνατοί
σακούλες πετούσαν στον ουρανό και κλαδιά ξεκολλούσαν απ’ τα δέντρα
πήρα το ποδήλατο και έτρεχα με τη βροχή να μου μαστιγώνει το πρόσωπο
ο ήχος της σκούπας συνεχίζεται
πόσες σκούπες άραγε κινούνται ταυτόχρονα κάθε φθινόπωρο;
παρόλο που ξέρουν ότι τα φύλλα θα συνεχίζουν να πέφτουν
πόσα φύλλα ακούραστα συνεχίζουν να πέφτουν;
παρόλο που ξέρουν ότι κάποιος θα τα βάλει σε ένα φαράσι
Το μεγάλο φ
φοβάμαι πως μια μέρα δε θα μπορώ να γράψω
μικροσκοπικά αόρατα πλάσματα θα τρυπώσουν στο κεφάλι μου
θα εμποδίζουν την κάθε μου σκέψη
οι λέξεις δεν θα σχηματίζονται πια αβίαστα
ό,τι καταφέρνω να πω θα μοιάζει με ακατανόητη μουτζούρα
φοβάμαι πως θα κρυώνω
τα κόκκαλά μου θα πονάνε πολύ
θα ακούω τριξίματα και θα τρέμω μήπως σπάσω
φοβάμαι πως δεν θα ξυπνάω πια με τον ήλιο
στο παράθυρό μου αντί για αχτίδες, θα βλέπω βροχή
αντί για πουλιά, χιονονιφάδες
αντί για χρώματα, άσπρο
φοβάμαι πως μια μέρα δεν θα μπορώ να αγαπήσω
κανέναν, μα ούτε εσένα πια
φοβάμαι πως θα σε ξεχάσω
κι εσύ εμένα
φοβάμαι πως αυτή η μέρα βιάζεται