Ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί*
Το κινητό μου το έχω πάντα στο εσωτερικό τσεπάκι της τσάντας. Το μεγάλο, όχι αυτό, το ειδικό για κινητά. Δεν μου αρέσει να μπαίνω σε καλούπια, ούτε υπόνοια αυτών δεν θέλω να υπάρχει. Ή έτσι μ’ αρέσει να λέω τουλάχιστον. Μια-δυο βδομάδες τώρα, χρησιμοποιώ την καινούρια μου τσάντα. Είναι δερμάτινη, σε χρώμα ταμπά και χρυσή λεπτομέρεια. Τις πέταξα όλες τις πλαστικές που είχα, στο είπα; Στο είπα νομίζω. Με έπιασε ξαφνικά μια σιχασιά για οτιδήποτε φτηνό, οτιδήποτε ψεύτικο. Τις πέταξα όλες και πλέον αγοράζω μόνο δερμάτινες. Λίγες, αλλά τουλάχιστον αληθινές. Όπως τη χειμωνιάτικη που φορούσα, τη μαύρη, που αγοράσαμε μαζί. Θυμάσαι; Σίγουρα θα θυμάσαι. Ποτέ δεν κατάλαβα αλήθεια αν σου άρεσε αυτή η μανία που είχα με τα ρούχα, τη μόδα και όλα αυτά που τα αγόρια θεωρείτε λεπτομέρειες, ή αντίθετα σου άρεσε. Θυμάμαι όμως χαρακτηριστικά μια μέρα να περπατάμε προς τη θάλασσα και να μου λες κάτι που με έκανε τόσο χαρούμενη που το άκουσα. Σου άρεσε νομίζω. Μπορεί να μην ήθελες να το παραδεχτείς, αλλά σου άρεσε ο τρόπος που ντύνομαι. Ακόμα κι αυτά, τα κοντά σορτσάκια, που τόσο σε ενοχλούσαν. Ακόμα κι αυτά κάπου στο βάθος σου άρεσαν.
Γενικά το κινητό μου το δεν το έχω σε μεγάλη εκτίμηση. Είναι πάντα κάπου χαμένο και κάθε άλλο παρά προέκταση του χεριού μου είναι. Αυτό βέβαια αλλάζει όταν λείπεις. Τότε είναι που γίνεται δεύτερο δέρμα μου. Τότε είναι που δεν υπάρχει μέρος που να μην με συνοδεύει. Τότε τα δάχτυλά μου βρίσκονται συνέχεια στο τσεπάκι. Συνέχεια εκεί. Το χαϊδεύουν ηδονικά, γιατί ξέρουν πως μπορεί να μας φέρει κοντά. Πως μπορεί να μεταφέρει κάτι από τη σκέψη μου, στα μάτια σου ή σε καλύτερη περίπτωση στο μυαλό σου. Μέρες πάνε που το χέρι μου δεν ξεκολλάει από εκεί. Σα να περιμένω κάτι, κάτι να συμβεί, οτιδήποτε. Αλλά δεν μπορώ πια εγώ να είμαι ο πυροκροτητής. Δεν μπορώ να στείλω. Δεν μπορώ ούτε να γράψω. Και δεν ξέρω αν λυπάμαι πια. Θυμάσαι ένα χρόνο πριν; Πόσο θύμωνες που δεν σε άφηνα, όπως έλεγες; Που δεν το άφηνα; Που δεν μας άφηνα; Θα θυμάσαι δεν μπορεί. Είδες; Δεν ήταν τόσο δύσκολο τελικά. Μας άφησα. Δεν υπάρχουμε.
Βρίσκομαι τόσο κοντά στο να καταστραφώ ξανά. Τόσο κοντά, σχεδόν νιώθω τον πόνο, που ακόμα δεν έχει προκληθεί. Μα πριν προλάβω, κάτι με σώζει -αν μπορεί κάποιος αυτό να το ονομάσει σωτηρία. Έρχονται κύματα και χιονοθύελλες, βίαιες αναμνήσεις. Εφιάλτες που φρόντισες καλά, να έχω. Σέρνομαι στους άδειους δρόμους, μιας νεκρής πόλης. προσπαθώντας να ξεχάσω και θυμάμαι πιο πολύ. Δεν βοηθά, άλλωστε και κι αυτός ο τόπος. Σε κάθε δρόμο. Σε κάθε λεωφόρο και σε κάθε στενό, έχω να θυμάμαι και ένα αντίο. Ένα χτύπημα στον ώμο. Μια παγωμένη αγκαλιά. Ένα καταπιεσμένο βλέμμα. Σε κάθε έναν δρόμο. Έξω από το σπίτι σου. Έξω από το σπίτι μου. Κι αυτό ακόμα, εγώ το έκανα διαφορετικά. Σε έσβησα απαλά, χωρίς να πονέσεις. Μα όχι, θα ήταν άδικο να το παίξω ήρωας. Για μένα το έκανα αυτό. Από δειλία δεν ήθελα να σε δω. Από δειλία δεν ήθελα να σου μιλήσω. Από φόβο. Γιατί ήξερα, πως δεν θα μπορούσα ποτέ να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου πω αντίο.
Αλλά πάλι, τι κάθομαι και λέω; Η ιστορία μας τέλειωσε αγάπη μου. Πολύ πριν την τελειώσουμε εμείς. Πόσο ανόητοι φαινόμασταν να προσπαθούμε να κρατήσουμε ζωντανό, κάτι που βρισκόταν σχεδόν στην αποσύνθεση; Η ιστορία μας πέθανε, έναν ακριβώς χρόνο πριν. Δολοφονήθηκε. Παρέα με εκείνο το φιλί κάτω από την βροχή. Με τα κατακκόκινα μάτια μου. Και τα δάκρυα δίχως τέλος. Δάκρυα. Λυγμοί. Βροχή. Βροχή, ασταμάτητη. Πέθανες εκείνη τη Μ. Παρασκευή. Τη στιγμή εκείνη που πάτησα το send. Πέθανες μέσα μου, την ίδια ακριβώς μέρα που γεννήθηκες.
(Την προηγούμενη φορά του είχα πει κάπου σ’ αυτή τη στροφή
ότι θα άλλαζα πορεία κι ότι πια δεν θα μπορεί να με βρει.)
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ