Πάουζε
όταν μοιάζει ν’ αγγίζεις το νόημα
ένα μονάχα οφείλεις
να μην γράφεις, να ζεις
(άμμος είναι άλλωστε και τα χέρια σου τρύπια)
ΥΓ: Και ξέρω πως τα ανωτέρω καμιά λογοτεχνική ή άλλη αξία έχουν και θα μπορούσαν να φτάσουν άντε μέχρι την έκθεση που μας έβαζε η δασκάλα “Περιγράψτε πως περάσατε στις διακοπές” μα δεν πηγαίνω δημοτικό για να έχω την ευκαιρία τούτη, αλλά θα ήθελα πολύ να έχω ερωτηθεί, γιατί θα έγραφα περίπου αυτά μαζί με ένα υστερόγραφο. Ιτ γοζ σο φακινγκ πέρφεκτ κυρία Δασκάλα μου.
οι στιγμές μας είναι πολύτιμες. αξίζουν κάτι περισσότερο από όλο το πετρέλαιο του κόσμου.
τα δευτερόλεπτα μαζί σου δεν τα χαρίζω σε κανέναν. τα ‘χω κρυμμένα στην αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μου.
δεν τα δίνω στο πλήθος. δεν τα σκορπάω σε μάτια άλλων. είναι για μένα. για σένα. για εμάς.
δεν φτιάχτηκαν για την ικανοποίηση του Εγώ. ούτε για την θρέψη των όσων μας τρώνε.
οι στιγμές μας είναι ό,τι έχει μείνει από το β’ πληθυντικό πρόσωπο που κάποτε υπήρξε.
τις στιμές μας δεν τις έδωσα ποτέ και σε κανέναν. έτσι κανένας δεν μπορεί να μου τις κλέψει.
Κάθε πρωί, υπάρχουν κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου, ίσως δευτερόλεπτα, μπορεί να συμπληρώνουν και λεπτά, που το μυαλό σου είναι κάπου ανάμεσα στο κενό και την πραγματικότητα. Είναι κάτι κλάσματα του δευτερολέπτου, ίσως δευτερόλεπτα, μπορεί να συμπληρώνουν και λεπτά που δεν θυμάσαι. Δε θες να κλάψεις, ούτε να γελάσεις, δε νιώθεις άγχος, ούτε πίεση, η καρδιά σου χτυπάει αβίαστα κι εσύ βρίσκεσαι στην πιο ουδέτερη κατάσταση που υπήρξες από τότε που το συνειδητό σου άρχισε να παίρνει τη θέση της παιδικής άγνοιας. Είναι κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου, ίσως δευτερόλεπτα, μπορεί και να συμπληρώνουν και λεπτά που όλα είναι εντάξει. Χωρίς το θα, είναι.
Ύστερα περνάνε. Πόσο να κρατήσουν άλλωστε; Δευτερόλεπτα, λεπτά, εξ ορισμού χρόνος ελάχιστος. Όλα μπαίνουν στην τάξη τους, ή την αταξία τους. Σκέφτεσαι πόσα έχεις να κάνεις, που δεν έχεις κάνει. Σκέφτεσαι πως οι άνθρωποί σου, αποδείχτηκαν απλά άνθρωποι – χωρίς το σου. Σκέφτεσαι πως η ζωή δε μοιάζει με έναν Αύγουστο γεμάτο καρπούζια στα μάγουλα, ούτε έναν Ιούνιο γεμάτο μπουγέλα. Αλλά με έναν Σεπτέμβριο γεμάτο αρχές που αδυνατείς να βρίσκεσαι μέσα. Σκέφτεσαι πως η ζωή σου πήρε ένα δρόμο που δεν διάλεξες. Σκέφτεσαι, αμφιβάλλεις, δεν ξέρεις, δεν θες να μάθεις. Εκείνο το απροσδιόριστο βάρος, μπαίνει ακριβώς ανάμεσα στα δύο κόκκαλα του θώρακα, να μην μπορεί να φύγει, να φυλακιστεί εκεί για όλη την υπόλοιπη μέρα.
Ένα πρωί όμως θυμάσαι ένα τραγούδι. Θυμάσαι πως έχεις επιλογές. Θυμάσαι πως βρίσκεσαι εδώ που βρίσκεσαι, επειδή εσύ το επέλεξες έτσι. Θυμάσαι πως καμιά φορά δεν χρειάζεται ήλιος, μα ένας Σεπτέμβρης ίσως αρκεί για να γεμίσουν όλα φως. Θυμάσαι κάτι – κλισέ ίσως, μα “αν έφτασα τόσο μακρυά ήταν για να μην ακούσω που δεν μου αποκρίθηκαν”. Και μπορεί ναι, να μην σου αποκρίθηκαν, μα εσύ πια θυμάσαι… Τώρα αρχίζεις και θυμάσαι, πως ορίζοντας υπάρχει και μπροστά, όχι μόνο πίσω. Θυμάσαι πως αν σταματήσεις να κοιτάς χαμηλά, θα δεις πως εσύ κοντεύεις, φτάνεις ήδη σε κάποια κορφή, και, πως να τους ακούσεις ή να σε ακούσουν καρδιά μου με τέτοια απόσταση που σας χωρίζει;
* Χαμογελάς συγκαταβατικά και συνεχίζεις.
This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.
Strictly Necessary Cookie should be enabled at all times so that we can save your preferences for cookie settings.
If you disable this cookie, we will not be able to save your preferences. This means that every time you visit this website you will need to enable or disable cookies again.