Η σκιά

Τη νύχτα ευτυχώς κρύβεται για λίγο, δεν ξέρω αν πάει για ύπνο ή κυνηγάει άλλονε, εμένα μια φορά με αφήνει στην ησυχία μου. Στη θέση του βέβαια κάθε πρωί, το δευτερόλεπτο που θα ακούσει το ξυπνητήρι. Έχει γεύση στυφή στη γλώσσα και γρατζουνάει στο λαιμό, σα να κατάπιες κυδώνι ολόκληρο. “Κοιτάξτε” λέω, “κοιτάξτε, με κυνηγάνε”, γυρνάνε όλα τα κεφάλια, δε βλέπουν τίποτα. Με περνάνε για τρελή. Ιδρώνω, κρυώνω, ζεσταίνομαι, ξανά από την αρχή. Έχουν τεντωθεί όλα. Τα νεύρα μου, το σχοινί, το κούμπωμα του στηθόδεσμου. Η υπομονή από την άλλη έχει εξαντληθεί, η πίστη συρρικνωθεί, η εμπιστοσύνη εξαφανιστεί.
Η σκιά πάντοτε περιφερώμενη γύρω μου σε ακτίνα συγκεκριμένης απόστασης. Μακρυά μα κοντά. Μην την πιάσω και τη δυαλύσω, μην την χάσω και ξεχαστώ. Προχθές, καθώς ποδηλατούσα στην Karl-Marx-Alle προσπαθώντας με αγωνία να την αποφύγω, είδα μια τεράστια ειρωνεία. “Γιατί οι άνθρωποι” αναρωτήθηκα, “να κρύβονται πάντα από τον ήλιο, γιατί να ψάχνουν τη σκιά; Και γιατί αυτή, να αγαπάει τόσο εμένα, όσο κι αν της λέω ότι δεν την αγαπώ;”