(παρα-κάτι;) (παρα-λίγο.)
Έξω χιόνιζε και φυσούσε δυνατά. Τα κλαδιά των δέντρων πάλευαν να μείνουν στη θέση τους, αλλά δεν χρειάζεται κάποιος να είναι καλός στη φυσική για να ξέρει τους βασικούς νόμους της. Κάποιες δυνάμεις θα νικάνε πάντα, όσο κι αν εσύ προσπαθείς για το αντίθετο. Ο αέρας ήταν πιο δυνατός από τα κλαδιά, ήθελαν δεν ήθελαν να το δεχτούν.Ξύπνησε μ’αυτό τον κόμπο στο στομάχι, που συνήθιζε να ξυπνάει τον τελευταίο καιρό. Ελάχιστες ήταν οι μέρες που δεν τον ένιωσε, αλλά κι αυτό δεν αποτελούσε κάποιον προάγγελο αλλαγής. Ήξερε πια, ζούσε πάντα με το φόβο, “Θα ξανάρθει. Δεν θα είναι αύριο -θα’ναι μεθαύριο.” Και ξαναρχόταν. Πάντα. Ποτέ δεν την απογοήτευε. Η θλίψη δεν ήταν σαν τους άλλους. Αυτούς που στα δύσκολα την άφηναν μόνη. Η θλίψη δεν την άφηνε ποτέ. Την ένιωθε κοντά της περισσότερο από τον καθένα. Τη γνώριζε τόσο πολύ, ίσως μάλιστα να ένιωθε καλά μαζί της, που φοβόταν να την αποχωριστεί.
Έβγαλε την κούπα από το ντουλάπι, έβαλε κρύο -χτεσινό- καφέ από την καφετιέρα, και πάτησε το start. Βρήκε ένα τραγούδι στα ίνμποξ της. (Όπως τότε.) Χαμογέλασε. Ίσως να γίνονται ακόμα θαύματα σκέφτηκε. Κι άρχισε να φτιάχνει ξανά διαλόγους στο μυαλό της.
-Μ’αρέσει αυτό το τραγούδι. Πώς ήξερες ότι μ’αρέσει; Μπορείς να παίξεις με το μυαλό μου αν θέλεις το ξέρεις;
-Το ξέρω. Θα ήταν πολύ φτηνό κόλπο όμως.
-Θέλω να μου πεις τι βρίσκεις σε μένα. Τι ακριβώς βλέπεις.
-Έχεις κρυμμένη μια θλίψη μέσα σου και τη βγάζεις σαν ποίηση.
-Μπορεί και να ταιριάζουν οι θλίψεις μας.
-Η δικιά μου έχει ωριμάσει σίγουρα περισσότερο.
-Έχεις υπάρξει ποτέ ευτυχισμένος;
-Όχι. Δεν ξέρω. Ίσως. Παλιά. Αλλά είναι πολύ μακρινό για να το θυμάμαι.
-Ξέρεις θα ήθελα κάποτε να είμαι ευτυχισμένη. Πραγματικά ευτυχισμένη. Τόσο που να μην αντέχεται.
-Ξέρεις η ευτυχία δεν υπάρχει. Είναι μια λέξη που έχει εφευρεθεί για να αναγκαζόμαστε να συνεχίσουμε να ζούμε αναζητώντας την.
-(Ξέρεις θα ήθελα να σε γνωρίσω κάποτε.)
Εμμονική, ή όχι, συνέχισε να ακούει εκείνο το τραγούδι για ολόκληρη την υπόλοιπη μέρα διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας εκείνα τα λόγια. “Αλλά ο ανιματέρ δεν ξέρει τι γουστάρω, δεν ξέρει με τι γελάω, ξέρει λιγότερα ακόμα κι απ’αυτά που ξέρει το φτωχό μου το μυαλό.”
τέλους. Του οριστικού τέλους.” Σήκωσε το τηλέφωνο, πληκτρολόγησε τον αριθμό.
(τουυτ…) -ναι; -γεια σου τι κάνεις;
Οι βροχερές μέρες δεν ήταν μέρα για επαναστάσεις. Ίσως μια άλλη φορά.