Αγαπημένο μου WordPress
Σήμερα ήθελα να αφήσω για λίγο στην άκρη την ποιητική μου αδεία, που άλλωστε με έχει αφήσει και αυτή, και να σου προσφέρω μια αλήθεια. Άβραστη κι αλάδωτη. Η αλήθεια βεβαίως είναι κάτι υποκειμενικό, δεν διατίθεται σε απόλυτη και καθολική, οπότε καταλαβαίνεις θα σου έχεις απλά την αλήθεια μου. Άκουσα λοιπόν, να λέγεται για εμάς τους ανθρώπους του εξωτερικού, (δες κατηγορία που μου έλαχε να βρεθώ – ενώ υπάρχουν τόσες άλλες εξαίρετες κατηγορίες, π.χ. άνθρωποι που χαμογελάνε, άνθρωποι αισιόδοξοι, άνθρωποι βοηθητικοί, άνθρωποι που πέτυχαν πριν τα 30 – εγώ όμως όχι, διάλεξα μια σεμιμέτρια κατηγορία που δε σημαίνει τίποτα – πως περνάμε πολύ καλά και απολαμβάνουμε τους καρπούς των κόπων μας και μπράβο μας που τα καταφέραμε και ουάου και κόλλα το.
Λοιπόν έφτασε ο καιρός να ενημερωθεί ο λαός, πως τα πράγματα έχουν αλλιώς. Οι άνθρωποι του εξωτερικού, εκτός του ότι συχνά ζουν σε χώρες που κρυώνουν, συχνά δεν το διάλεξαν κιόλας. Ήταν μια ατόπου επαγωγής λύση που δεν τους άφηνε περιθώρια. Εμένα για παράδειγμα ήρθε η μεγάλη και ες εκ τούτου σοφή αδερφή μου μια μέρα και είπε “θα πας στο εξωτερικό, στην Ελλάδα δεν έχεις μέλλον” και κάπως έτσι κοφτά και σύντομα πάρθηκε η απόφαση. Τα χρόνια που είμαι εδώ με μεγάλωσαν. Νομίζω δεν υπάρχει τίποτα πια που να φοβάμαι. Νιώθω, χωρίς καμία υπερβολή και ασέβια στη βαρύτητα της δήλωσης, ότι τα έχω ζήσει όλα. Μαζί με το μεγάλωμα βέβαια ήρθε και το σακάτεμα. Και εκεί έμαθα πως στη ζωή υπάρχουν πάντα δύο βασικές επιλογές. Να συνεχίσεις ή να σταματήσεις. Κάποιες φορές η πρώτη γίνεται αυτόματα. Αλλές όμως είναι ξεκάθαρη η συνειδητοποίηση πως μπορείς και απλά να μην.
Το στέρνο μου πονάει αδιάκοπα. Μήνες τώρα. Ο κόμπος ανεβαίνει από την κοιλιά, στο θώρακα, στο λαιμό και φτάνει στα μάτια. Θέλω να κλάψω, όχι από στεναχώρια, όχι από παράπονο, όχι από καπρίτσιο. Θέλω να κλάψω από πραγματική απελπισία. Θέλω να γεμίσω μια δεξαμενή με τα δάκρυά μου, να αδειάσω θέλω, μήπως και σταματήσουν να θολώνουν τα μάτια μου κάθε δεύτερο λεπτό. Δεν είναι ο πρώην γκόμενος μου, τον κλαψαμε εκείνον πέρασε η σειρά του, ούτε ο σχεδόν μου γκόμενος, ούτε η αγάπη που ακόμα να φανεί, ούτε ο ήλιος που λείπει, ούτε η γιαγιά μου που πέθανε, ούτε η οικογενειακή ευτυχία που δεν έζησα, ούτε τα σχέδια που δεν μου βγήκαν. Δεν είναι ούτε η απελπισία που νιώθει κάποιος όταν κουράζεται πια να κολυμπάει, ενώ βρίσκεται στη μέση του ωκεανού. Είναι η απελπισία που νιώθει κάποιος όταν δεν βλέπει τη στεριά. Ακόμα χειρότερα, αυτή η απελπισία που νιώθει κάποιος όταν δεν είδε ποτέ του στεριά. Κρυώνω και μουδιάζω, αγαπημένο μου. Και πόσο θα ήθελα να μη συνεχίσω, αν δεν ήμουν τόσο καταναγκαστική, να μην αφήνω τον εαυτό μου να κάνει ούτε αυτό.