Ώχρα
όλα παράξενα γρήγορα συνέβησαν
πια ζωή δεν έχει – όχι ότι πίστεψε πως είχε ποτέ
τα φύλλα πάλι κίτρινα κι ο αγέρας διόλου φιλικός
τρίτος Οκτώβριος λέει, μακρυά από εκεί που θα ‘θελα να είμαι
και πάραυτά αναρωτιέται που είναι εν τέλει αυτό το θάθελαναειμαι
οι λέξεις από καιρό δυσκολεύονται να έχουν ήχο
πόσο μάλλον μορφή – να ακουμπήσουν μάτια άλλων, τρέμουν
πόσο λίγη είμαι, πόσο λίγη είμαι, πόσο λίγη είμαι
δύο χρόνια, δύο ολόκληρα χρόνια
άλλος θα τα ονόμαζε επιτυχία, αυτή χαμένος χρόνος
κυνήγι θησαυρού ανύπαρκτου
η αλήθεια, με τις γωνίες και τις οπτικές της
το αλκοόλ το έκοψε
βρήκε κάτι καλύτερο, κάτι που της ταιριάζει πιο καλά λέει
σε ένα μισάωρο δρα, ξεχνάει και θυμάται ταυτόχρονα
σαν αναισθησία είναι και το πρωί δεν έχεις πονοκέφαλο λέει
ούτε να ξεράσεις θέλεις, ούτε το στομάχι ανακατεύεται
την πρώτη φορά ένιωσε ευφορία
μετά από αυτήν, απλά κοιτάει επίμονα τους άλλους στα μάτια
και μιλάει πολύ, μιλάει πολύ, μιλάει πολύ
κι είναι χειρότερο από το να γδύνονταν μπροστά τους
ύστερα κοίταξε ξανά αυτό το χρώμα
ώχρα, κιτρινοβυσσινί, διαφορετικό από αυτό το ελληνικό
ύστερα άκουσε τον συμπαθή αυτό ήχο του κλαβιέ
ύστερα σκέφτηκε, πως ίσως τελικά οι λέξεις είναι ακόμα εκεί
ίσως απλά να τους στέρησε το χρόνο που τους αξίζει
ίσως οι λέξεις δεν την άφησαν, μα αυτή άφησε εκείνες
ίσως το μέρος που ήθελε να είναι, να είναι αυτό που είναι
ίσως η ζωή δεν την πήγε, μα αυτή πήγε τη ζωή
ίσως η μόνη δύσκολη παραδοχή είναι πως
εσύ η ρουλέτα, εσύ ο κρουπιέρης, εσύ ο πονταδόρος
όμως· μαύρο ή κόκκινο;