Τούρτα αμυγδάλου
Δεν περνάω καλά μαμά. Τα βράδια πονάει η κοιλιά μου φριχτά και κλαίω καμιά φορά. Δεν ξεχνάω να φάω όπως σου λέω μαμά, η αλήθεια είναι πως δεν έχω το κουράγιο ούτε νερό στην κατσαρόλα να βάλω. Μεγαλώνω μαμά το ξέρω, είναι περίεργο το ξέρω, αλλά όσο μεγαλώνω χρειάζομαι πιο πολύ κάποιον να με προσέχει. Και δεν έχω κανέναν το ξέρεις; Κοιτάω εκείνες τις φωτογραφίες καμιά φορά, τότε που ήμουν τόσο δα μικρούλα, ίσα με το ύψος μιας κούκλας. Τότε που τα μάτια μου ήταν τόσο φωτεινά που φώτιζαν όποιον με κοιτούσε. Τότε που σκαρφάλωνα στα δέντρα και στις σκεπές των σπιτιών προσπαθώντας να αγγίξω τον ουρανό. Τότε που τα γενέθλια μου ήταν μέρες χαράς, τότε που το να μεγαλώσεις φάνταζε τόσο μακρινό, τόσο άπιαστο και τόσο ανυπομονούσες να συμβεί. Τότε που χαιρόμουν που πέρναγαν τα χρόνια και μια μέρα θα έφευγα από το σπίτι μακρυά. Θα πήγαινα σε άλλη πόλη να σπουδάσω κι ύστερα σε άλλη χώρα. Θα έφευγα κανέναν δεν θα είχα ανάγκη. Πόσο γελασμένη ήμουν. Θυμάσαι μαμά; Τις τούρτες που μου παράγγελνες; Πάντα από το καλύτερο ζαχαροπλαστείο. Πάντα αμυγδάλου. Είχαν πάνω πάρκα ολόκληρα, λουλουδάκια και λιμνούλες με κάτι ολόλευκους κύκνους, τα θυμάμαι όλα μαμά. Τα πάρτυ μου, τα μπαλόνια μου, τα δώρα μου. Δεν θέλω άλλο να μεγαλώσω μαμά. Που είσαι; Μια αγκαλιά θέλω. Δεν θέλω πια αντρικά χέρια να με αγγίζουν, με πονάνε αυτά τα χέρια, θέλω μόνο να κρυφτώ κάτω από το μπλούζα σου, όπως τότε.
Είναι κάποια βράδια πολύ κρύα. Τα πόδια μου δεν τα νιώθω, δε νιώθω τίποτα. Άλλα πάλι ζεσταίνομαι, νιώθω το μέτωπό μου να καίει σα να έχω πυρετό. Βγάζω τα ρούχα μου, ανοίγω τα παράθυρα να μπει το μείον, προσπαθώ να ξεκολλήσω το δέρμα μου μήπως δροσιστώ. Έχω τόσο διάβασμα μαμά και δεν θέλω άλλο να διαβάσω. Δεν θέλω άλλο να μάθω τίποτα. Μήπως δεν έχω μάθει αρκετά ως τώρα; Ο κόσμος θα είναι πάντα άδικος. Άλλοι θα μένουν σε μεγάλα σπίτια, άλλοι θα μένουν σε παγκάκια. Οι άνθρωποι θα ερωτεύονται μαμά, θα κοιτιούνται στα μάτια, θα κάνουν σχέσεις που θα χαλάνε με ένα φύσημα του αέρα, που σήκωσε μια άλλη φούστα, πιο χρωματιστή. Θα δίνουν όρκους αγάπης, μα πάντα θα σταυρώνουν τα δάχτυλα πίσω από την πλάτη. Θα αγαπούν τη χώρα τους μαμά και θα μένουν εξόριστοι σε μια άλλη χώρα που τους δίνει ψωμί. Θα αγαπάνε ανθρώπους που τους μισούν επειδή δεν είναι ίδιοι μ’ αυτούς. Θα μετατρέπουν τον ήλιο σε βροχή και δεν θα καταφέρνουν να ζήσουν μια όμορφη μέρα. Θα φωνάζουν ο ένας στον άλλον, όταν κελαηδούνε τα πουλιά, θα κλείνουν τ’ αυτιά τους όταν τους ψυθιρίζουν τα κύματα. Θα τους δείχνεις το φεγγάρι κι αυτοί θα κοιτάνε το δάχτυλο, θα τους ανάβεις κεριά και θα φοβούνται μην καούν, θα τους λες σ’ αγαπώ και θα τρέμουν μην πονέσουν. Θ’ αγκαλιάζονται τα σώματα, μα από φόβο, ποτέ εντελώς γυμνά, και με την πρώτη ευκαιρία θα βγαίνουν τα μαχαίρια που ήταν κρυμμένα κάτω από τα σεντόνια. Μόνοι θα είναι πάντα οι άνθρωποι μαμά και θα κρύβουν τη μοναξιά τους χαιδεύοντας οθόνες και περιμένοντας να ανάψει το κόκκινο. Έτσι αγαπιούνται σήμερα οι άνθρωποι, δεν το ήξερες; Με κόκκινες ειδοποιήσεις. Δεν έχω μάθει λίγα μαμά. Πολλά έμαθα. Και δεν θέλω άλλο να μαθαίνω.
(και τέλειωσα με άριστα, αλλά δεν έχω ευχάριστα μαμά,
όλα στον κόσμο είναι γραμμένα.
πεινάω μαμά
φοβάμαι μαμά
γερνάω μαμά)
όλα στον κόσμο είναι γραμμένα.
πεινάω μαμά
φοβάμαι μαμά
γερνάω μαμά)