Επαιτεία
Δημήτρη θα μου δώσεις 150 δραχμές να πάρω τυρόπιτα; Γιατί εγώ δεν έχω χαρτζιλίκι όπως τα άλλα τα παιδιά; Nα πάρω ένα πατατάκι; Τα τρέμω τα χαρτόκουτα, πες μου ότι δεν θα μένω σε ένα όταν μεγαλώσω. Βλέπω πολλά από δαύτα εκεί απέναντι από την πλατεία Κλαυθμώνος. Και τους κατόχους τους βλέπω, να ξαπλώνουν με μια κουβέρτα κάτω από τον ήλιο με όλο τους το βιος δίπλα συμπυκνωμένο σε μια σακούλα. Όταν δεν έχεις δε φοβάσαι να χάσεις – ίσως να είναι αυτό το μυστικό. Μα πονάει να μην έχεις. Τα παπούτσια που φοράω είναι μισό νούμερο μικρότερο και με χτυπάνε όταν περπατώ. Έχω ένα ακόμα ζεγάρι εξίσου μικρά, θέλω να τα πετάξω, μα. Έφτασα τόσο χρονών και δεν έμαθα να αγοράζω παπούτσια θα μου πεις, ίσως αυτή να είναι η τιμωρία μου. Τι θα παραγγείλεις; Μισό λεπτό να αποφασίσω. Μια σοκολάτα με τη σαντιγύ, χμ, όχι, καλύτερα την σκέτη. Από παντού μπορείς να κάνεις οικονομία.
Μπορώ να σε πάρω μια αγκαλιά; Άσε με να σε αποκαλώ μωρό μου. ‘Ελα, ένα κλικ μόνο, δε θα πονέσει. Θα είναι χωρίς φλας. Το χέρι σου, μπορώ να κρατάω το χέρι σου; Έτσι δεν κάνουν τα ζευγάρια; Θέλεις να πάμε στο πάρκο; Θέλεις να πάμε στη λίμνη; Θέλεις να δούμε τα σύννεφα; Θέλεις να με μάθεις; Θέλεις να σε μάθω; Θέλεις να κοιτιόμαστε στα μάτια; Θέλεις να λέμε αλήθειες; Θέλεις να χορέψουμε; Θέλεις να συγχρονίσουμε τις ανάσες μας; Θέλεις να φάμε βατόμουρα; Θέλεις να σκαρφαλώσουμε στον λόφο; Θέλεις να μεθύσουμε χωρίς να πιούμε; Θέλεις να με συμπαθείς; Θέλεις να σε συμπαθώ; Όχι, δεν θέλεις. Δεν αξίζω μια απάντηση; Ένα τσάο; Ένα δε σε γουστάρω πια; Ένα δεν έχω την όρεξή σου; Δεν κατάλαβα ποτέ τι έγινε. Γιατί δεν μου μιλάς; Γιατί δεν μου μιλάς; Γιατί δεν μου μιλάς; Πόσο δύσκολο είναι να πεις κάτι; Πόσος κόπος; Πόσος χρόνος; Πόσος ο βαθμός δυσκολίας; Μια απάντηση ζητώ, σας παρακαλώ. Χρόνια τώρα σας παρακαλώ. Ούτε στο χέρι το απλωμένο δε συγκινείται ο κόσμος πια.