Τα έχω και τα δεν
«Έχω ένα κόμπο στο λαιμό και μια θηλιά που όλο στενεύει.» Κι είναι μέρες που σφίγγει πράγματι πολύ και λες θα τα παρατήσω. Θα δεχτώ έτσι ήσυχα το τέλος, γιατί άλλωστε δεν έχω και τίποτα για να παλέψω. Κι είναι αλήθεια πολλά αυτά που δεν έχεις. Δεν έχεις δουλειά και δεν έχεις λεφτά. Κι όλο το καλοκαίρι το πέρασες στην πλατεία του χωριού σου, πίνοντας μπύρες από το περίπτερο, άντε στην καλύτερη περίπτωση με βόλτες δίπλα στη θάλασσα και ένα μπολάκι λουκουμάδες στο χέρι. Τίποτα δε μοιάζει όπως τότε, που έκανες τις διακοπές σου σε 3 διαφορετικά νησιά, άνοιγες μπουκάλια και κέρναγες σφηνάκια και την παρέα απέναντι. Μπορεί να το σκέφτεσαι και να το ξανασκέφτεσαι να πάρεις ένα γαμημένο μοχίτο, γιατί έχει 8 ευρώ κι αυτό ισούται με 2 φρέντο καπουτσίνο. Μπορεί οι μόνες διακοπές που μπόρεσες να πας τα τελευταία καλοκαίρια και που θα συνεχίσεις να πηγαίνεις τα επόμενα, να είναι σε κάμπινγκ, δύο άτομα σε μονή σκηνή και να ξυπνάς στις 7 το πρωί από τον ήλιο αναθεματίζοντας την τύχη σου, που πάλι την βάλατε στη λάθος θέση! Μπορεί να νιώθεις χρησιμοποιημένος, σχεδόν βιασμένος που τρέπεσαι σε φυγή από τη χώρα σου, τη χώρα που αγάπησες, μα δε σ’ αγάπησε αυτή, για ένα μεταπτυχιακό -με λεφτά που μόνο δεν περισσεύουν από τους γονείς σου- και ένα καλύτερο μέλλον. Μπορεί να είσαι 25 και να ξυπνάς ακόμα στο παιδικό σου δωμάτιο, να μην αντέχεις άλλο να βλέπεις την μπεμπέ γαλαζοκίτρινη ντουλάπα σου και τις φωτογραφίες από τα καρναβάλια του ’95 που είσαι ντυμένος δέντρο. Μπορεί να μην έχεις την τέλεια σχέση κι όλο να βρίσκεις τους πιο απίθανους λόγους για να μαλώσεις. Μπορεί να μην έχεις σχέση κι ακόμα να σου τριβελίζει το μυαλό εκείνος ο μεγάλος έρωτας, που νόμιζες ότι θα παντρευτείτε κι ότι θα κάνετε παιδιά. Μπορεί ακόμα να σου τριβελίζουν το μυαλό τα πόσα ήθελες να κάνεις αλλιώς και δεν τα έκανες. Τα πόσα θες να κάνεις αλλιώς και δεν τα κάνεις. Το πόσο θέλεις να δώσεις τέλος στο άχρωμο παρόν σου, το πόσο απεγνωσμένα θέλεις να γίνεις κάτι που να σου αρέσει. Κι αντ’ αυτού κοιτάς αδιάκοπα μια οθόνη, πατώντας ριφρές κάθε 3 λεπτά, ανεβάζοντας φωτογραφίες από τη χθεσινοβραδινή κραιπάλη, -καλά που υπάρχει και το φέισμπουκ και νομίζουμε ότι κάποιον πείθουμε ακόμα περί των καταπληκτικών ζωών μας- γράφοντας στο τουίτερ αστεία, από γέλια που δεν θα ακούσεις ποτέ ή γκρινιάζοντας για το δήθεν που σε περιβάλλει ή επαναστατώντας ονλάιν, κάνοντας φυσικά ταυτοχρόνως τσατ με επίδοξους διεκδικητές μιας θέσης στο κρεβάτι σου.
Όλα αυτά, δεν τα έχεις. Ούτε εγώ.
Είναι όμως και καμιά φορά όμως που σκέφτομαι πως κάτι έχω. Έχω τη μαμά μου που κάθε μέρα με ρωτάει με παράπονο αν έφαγα και πότε έφαγα και ότι πρέπει να προσέχω τη διατροφή μου, γιατί δεν κάνουν καλό τα φαστ φουντ και ανεβάζουν τη χοληστερίνη. Και την αδερφή μου έχω, που με αγαπάει πολύ κι όλο μου φέρνει κάτι από όπου κι αν πάει, γιατί το είδε και με θυμήθηκε (κι ας εγώ ακόμα της χρωστάω το δώρο γενεθλίων) και με μαλώνει κιόλας και τότε είμαι σίγουρη, γιατί το ξέρω πως το μόνο που θέλει, είναι να με δει ευτυχισμένη. Κι άλλα έχω. Έχω την καλύτερή μου φίλη, που μπορεί να είμαστε πλέον μακρυά, αλλά είναι σα να πίνουμε μαζί καφέ κάθε απόγευμα. Και ένα σπάνιο άτομο έχω, που είναι κοντά μου και που κάθε μια φορά που είμαστε μαζί, νιώθω τυχερή που το γνώρισα και ευγνωμοσύνη γιατί μ’ έκανε να ξαναπιστέψω στους ανθρώπους. Γιατί ξέρεις, άνθρωποι υπάρχουν, έτσι ακριβώς όπως τους θέλεις, που θα σε αγαπήσουν και θα σε αγκαλιάσουν και θα είναι εκεί, που δεν θα σε προδώσουν. Υπάρχουν άνθρωποι στα μέτρα σου ακριβώς, αρκεί να ψάξεις να τους ξετρυπώσεις. Έχω και τον μπαμπά μου έχω. Που με αγαπάει κι αυτός κι ας είναι μετρημένες οι φορές στα δάχτυλα που θυμάμαι να μου το λέει. Έχω… Και κάποιον άλλον έχω, που έρχεται και φεύγει… Μα που είναι κομμάτι από εμένα και ξέρω πια πως κι εγώ είμαι κομμάτι απ’ αυτόν. Κι άλλωστε, σκέφτομαι, συνήθως τίποτα παραπάνω δεν είμαστε από περαστικοί στις ζωές των άλλων. Κι αν όσο είμαστε σε μια κοινή πορεία μπορούμε να κάνουμε τον άλλον να χαμογελάει λίγο παραπάνω από όσο πριν μας γνωρίσει, τότε αυτό είναι επιτυχία. Έχω και τις μουσικές μου έχω και τις ταινίες μου και τους στίχους μου, που δίνουν στη ζωή μου ρυθμό και στις σκέψεις μου σχήμα. Κι έχω κι αυτό που νιώθω να πετάω ανάμεσα στα σύννεφα, απλά επειδή ανακάλυψα ένα καινούριο τραγούδι που μπορεί να το ακούω για μέρες ασταμάτητα και να ζω εξαιτίας του σε έναν υπέροχο κόσμο για λίγο. Έχω και τη θάλασσα έχω, σε μια πόλη που αν τίποτα άλλο αν δεν έχει να μου προσφέρει έχει τουλάχιστον αυτό. Και τον ήλιο έχω κι ένα παράθυρο που κοιτάει τον ουρανό. Και ξέρω, μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά πιο μεγάλη ευτυχία από το να ξυπνάς και να κοιτάς τον ήλιο στα μάτια δε θα βρεις. Κι έχω ακόμα εκείνο το παγκάκι στην άκρη της παραλίας, που πάντα το βρίσκω άδειο επειδή είναι λίγο σπασμένη η πλάτη. Κάθομαι όμως, γιατί μόνο εγώ ξέρω πως έχει την πιο όμορφη θέα, και βλέπω τα καράβια να φεύγουν μα και να έρχονται και διαβάζω λίγο από το βιβλίο μου, μα πιο πολύ κοιτάω τους περαστικούς. Κι εκεί κοντά στο κίτρινο ηλιοβασίλεμα, που τόσο πολύ μισώ, βλέπω έναν παππού και μια γιαγιά πιασμένους χέρι χέρι να περπατάνε. Κι ύστερα χαμογελάω ανακουφισμένη και ουρλιάζω από μέσα μου “Ναι το ήξερα ότι υπάρχει! Υπάρχει το πάντα! Σας το είχα πει ότι υπάρχει!”
Όλα αυτά, τα έχω. Είναι ολόδικά μου. Και τα έχεις κι εσύ.