Δύο χιλιάδες είκοσι
κυλάει, τρέχει, παρασέρνει
πάντα προς μία κατεύθυνση
λέει όχι, πάλι όχι, ξανά όχι
τόσα όχι που σε φουσκώσαν
σαν μπουρί
που μπουμπουνίζει από ασφυξία
στριμώχνει, σπάζει, κολλάει
χρόνος, ο μέγας γιατρός!
μα, αέρας πουθενά
να σβήσει κακούς υπολογιζμούς
τα ζήτα που μπήκανε στη θέση των σίγμα
μια φωτιά που αγωνιά
κάποια ψυχή που σιγοκαίει
και τα όσα σκαλώσαν στον λαιμό σου
σαν αγκίστρια
σπρώχνει, ξεβολεύει, ζουλάει
σου πετάει μέρες σαν αποφάγια
σου ρίχνει ώρες από τον γκρεμό
σε
τρομάζει, πονάει, λυγίζει
κι άλλο, κι άλλο, και λίγο ακόμα
δύο χιλιάδες εικοσιένα
χρόνος είναι
δεν αλλάζει