Πόσα καλοκαίρια μέχρι εκείνο
Εδώ και πέντε χρόνια ζω στο Βερολίνο. Τις καθημερινές περνάω εννιά με εννιάμιση ώρες στη δουλειά και τα απογεύματα πηγαίνω γυμναστήριο ή για φαγητό. Τα Σαββατοκύριακα ακούω τέκνο και χορεύω ακατάπαυστα· αυτή είναι η πραγματικότητά μου. Τα πρώτα χρόνια δεν την άντεχα, ήθελα να φύγω, μετά συνήθισα όπως συνηθίζονται όλες οι πραγματικότητες. Μεγάλωσα στο Βόλο, μια μικρή επαρχιακή πόλη στη μέση της Ελλάδας, όπως την περιγράφω όταν με ρωτάνε από που είμαι. Σκυλιά που γαυγίζουν αν περάσεις νύχτα έξω από κάποια αυλή, γάτες που ξεπετάγονται έντρομες από σκουπιδοτενεκέδες, γιαγιάδες καθισμένες σε πλαστικές καρέκλες έξω από μονοκατοικίες, αδιαλείπτως γεμάτα τσιπουράδικα, το ουζερί στη γωνία της Κασσαβέτη που κάθε δυο χρόνια αλλάζει όνομα· αυτή είναι μια άλλη πραγματικότητά.
Κάθε καλοκαίρι προσγειώνομαι σε κάποιο ελληνικό νησί. Σε τούτο έλαχε η Σέριφος. Κάθε καλοκαίρι θυμάμαι κάτι από γεωμετρία, αμέτρητες παράλληλες ζωές που δεν τέμνονται ποτέ. Μπλε, άσπρο, κίτρινο, ένα καφενεδάκι που το βράδυ μεταμφιέζεται σε μπαρ, μια γάτα με ένα μάτι, τρία ταξί που λειτουργούν με ραντεβού, χίλιοι μόνιμοι κάτοικοι, ένας φούρναρης που βγάζει δίχως απολύτως καμία βιασύνη το ψωμί από το ξυλόφουρνο – χτυπώντας δυο τρεις φορές την κάτω κόρα να δει αν ψήθηκε – δίχως να ξέρει τι θα πει παραγωγικότητα, ανταγωνισμός, μα ούτε στρες. Στον γυρισμό συνάντησα άλλες πάλι πραγματικότητες. Τον παππού της Κατερίνας που έφτασε 86 ολόκληρα χρόνια και ξυπνάει από το χάραμα να μαζέψει ελιές, την αδερφή του Έκτωρα που στα 31 μάθαμε πως έχει καρκίνο και της έχουν πέσει τα μαλλιά από τις χημειοθεραπείες, ο Λάμπρος που δουλεύει στη γιούρομπανκ και πίνει χαλαρός τον καφέ του στη Σταδίου με άλλους χαλαρούς συναδέλφους, τονίζοντας πως ευκαιρίες στην Ελλάδα υπάρχουν αρκεί να τις ψάξει κανείς (ξεχνώντας ότι ο βασικός συνεχίζει να βρίσκεται στα 496 ευρώ), την γιαγιά μου στη Θεσσαλονίκη, ετών 96, που κάθε φορά που ρωτώ τι κάνει απαντά: “τι να κάνω κορίτσι μου, για μένα νύχτωσε πια”.
Μικροί παράλληλοι μικρόκοσμοι, που άνετα θα ανταλάσσαμε – για κάποιον πιο γαλανό, πιο ανέμελο, κάποιον διαφορετικό. Πόσα υπεραστικά λεωφορεία ταξιδεύουν αυτήν τη στιγμή με άλλον προορισμό; Πόσα πλοία μπαρκάρουν και πόσα ξεμπαρκάρουν; Πόσα ψωμιά ψήνονται και πόσοι φουρνάρηδες τα περιμένουν να ψηθούν; Πόσοι βρίσκονται σε κάποιον βράχο έτοιμοι για βουτιά; Πόσοι φοβούνται τελικά και δεν την κάνουν; Πόσα αγόρια λένε στα κορίτσια τους ότι κουράστηκαν και πόσων κοριτσιών τα μάτια πλημυρίζουν; Πόσοι χοροί του Ησαία χορεύονται και πόσοι κόκκοι ρυζιού ρίχονται; Πόσα πουκάμισα ταυτόχρονα σιδερώνονται και πόσα τσαλακώνονται; Πόσοι αποχαιρετούν τη μητέρα τους λέγοντας εις το επανιδείν και πόσοι λέγοντας αντίο; Πόσοι είναι έτοιμοι να τα παρατήσουν και πόσοι λένε λίγο ακόμα; Πόσοι κλείνουνε το βράδυ το φως και πόσοι το κρατάνε ανοιχτό για συντροφιά; Πόσες αράδες σαν αυτές γράφονται και πόσες διαβάζονται; Πόσα καλοκαίρια μέχρι να μην γδέρνει ο Αύγουστος καθώς φεύγει, πόσα μέχρι να μην τσούζουν τα πρωτοβρόχια; Πόσα καλοκαίρια ακόμα, μέχρι εκείνο που δε θα συγκρίνουμε πραγματικότητες, αφού η δικιά μας θα είναι τόσο απέραντη, τόσο φωτεινή, τόσο πραγματική.