Μπλε και Κόκκινο
Αρχές και τέλη. Τέλη και αρχές. Σωστά και λάθη. Λάθη και σωστά. Τελείες και ερωτηματικά. Ερωτηματικά και τελείες. Και η ζωή κυλά κι εσύ επιλέγεις. Και μοιάζουν όλα σ’ έναν μονόδρομο με πολλές διασταυρώσεις. Σήματα πουθενά. Πουθενά υποχρεωτική στροφή, πουθενά υποχρεωτική κυκλική πορεία, πουθενά στοπ, πουθενά προτεραιότητα. Και πας άλλοτε αργά κι άλλοτε γρήγορα. Και τη μία πατάς απότομα το γκάζι και την άλλη απότομα το φρένο και κάποτε μπερδεύεις και τον συμπλέκτη και τα κάνεις όλα μπάχαλο. Κι άλλες φορές πάλι, επιλέγεις να βάλεις και συνοδηγό και τον εμπιστεύεσαι, πως θα είναι εκεί μαζί σου, σε όλη την πορεία και ότι δεν θα αποκοιμηθεί, μα αυτός αποκοιμιέται. Και καμιά φορά ανοίγει απότομα την πόρτα και πετάγεται από το αμάξι, γιατί δεν του αρέσει πια η παρέα σου. Κι άλλοτε πάλι θέλει να ξανανέβει κι εσύ τον αφήνεις. Μα ούτε που ξέρεις γιατί. Δεν ξέρεις τίποτα. Κι απ’ τα χέρια σου κρεμιέται μια ζωή! Η δική σου. Και στρίβεις σε λάθος δρόμους και χάνεσαι και απελπίζεσαι και κάνεις κύκλους. Ξανά και ξανά. Κι ύστερα σκέφτεσαι πως είναι όμορφοι οι κύκλοι, γιατί όταν κλείνουν καταλήγουν στο ίδιο σημείο, στο σημείο εκκίνησης. Και είναι όμορφα τα σημεία εκκίνησης. Πάντα, πολύ όμορφα κι έχουν μια γοητεία που δεν τη βρίσκεις συχνά. Μα ύστερα σκέφτεσαι πως οι κύκλοι καταλήγουν στο πουθενά και στο τίποτα. Σε βαλτότοπους που δεν μπορείς να ξεφύγεις, που βουλιάζεις και πνίγεσαι. Κι ύστερα πάλι σκέφτεσαι πως μπορεί να μην αγαπάς τους κύκλους και την κατάληξή τους, αλλά το συνοδηγό. Μα αυτός μπορεί να είναι πιο χαμένος από σένα. Κι αντί να σε βοηθάει να βρεις το ηλιοβασίλεμα που τόσα χρόνια ψάχνεις να σε οδηγεί μακρυά απ’ αυτό. Και να θέλει για πολύ καιρό ακόμα να περιπλανιέται. Ή μπορεί να μην κατάφερε ποτέ να σε κοιτάξει στα μάτια για να δει τι υπάρχει μέσα σ’ αυτά. Ή μπορεί βέβαια, να μην τον άφησες ποτέ εσύ, έχοντας πάντα το κεφάλι στραμμένο προς τα εμπρός κι όχι προς αυτόν.
Μα μια μέρα δεν αντέχεις άλλο αυτόν τον λαβύρινθο. Πατάς τέρμα συμπλέκτη, βάζεις πρώτη, μετά δευτέρα, τρίτη, τετάρτη, πέμπτη. Και φεύγεις με φόρα πολλή, χωρίς συνοδηγό. Και απομακρύνεσαι, απομακρύνεσαι χωρίς να ξέρεις πάλι που πας. Και άξαφνα εμφανίζεται ξανά ο ίδιος συνοδηγός ταλαιπωρημένος και κουρασμένος. Μα κι εσύ στα ίδια χάλια είσαι. Δεν μπορείς από την κούραση ούτε την πόρτα να ανοίξεις. Θα είναι λάθος να προσπαθήσεις. Θα είναι λάθος ακόμα και να οδηγήσεις.
Αφήνεις το αμάξι. Παίρνεις μετρό.