Από την πίσω πόρτα
να φεύγεις σαν τον κλέφτη
εσύ που κάποτε έμπαινες
σαν βασιλιάς
χαλιά σου έστρωναν
γυάλιζαν τους πολυελαίους
έβγαζαν από το σκρίνιο
τις πορσελάνες τις καλές
σε δοξάζαν σα θεό
σαν εικόνισμα θαυματουργό
σε προσκυνούσαν
ήσουν εσύ — κανένας άλλος
απότομα σε αντικατέστησαν
υποκατάστατο να γεμίσει το κενό
μα δε μοιάζει σε σένα
τίποτα δε μοιάζει σε σένα
ούτε μπορεί να σου αντισταθεί
εσύ το αυθεντικό
το μοναδικό
το αναντικατάστατο
και τώρα εσύ
σκιά που νυχοπατά
από την πίσω πόρτα
