Οι μέρες περνούν. Όταν ο ήλιος μας επισκέπτεται, όλα σπινθηρίζουν. Έχουν μια λάμψη ανεξήγητη, ίσως και παράταιρη. Μα ποιός θα κρίνει τι ταιριάζει σε τι; Ο ήλιος ταιριάζει παντού. Οι μέρες κυλούν με σακούλες στα χερούλια των ντουλαπιών, πορτοκαλόφλουδα στον πάγκο της κουζίνας, τσάι του βουνού με το πρωινό ξύπνημα, μακεδονικό χαλβά με αμύγδαλα λίγο πριν τη δύση, ανεβασμένους τόνους, μα κι αγκαλιές. Οι μέρες χαιρετούν με το ίδιο πέπλο απορίας να τις σκεπάζει. Μοιάζει με σκόνη που την φυσάς, μονάχα για να έρθει να στρογγυλοκαθήσει ακριβώς εκεί από όπου την έδιωξες.
Πηγαινοέρχονται τα ταξίδια στο τότε και το θα. Μικρά πηδηματάκια μπρος πίσω, μπρος πίσω. Καμιά φορά επιτόπια. Εδώ, εδώ, εδώ. Και δως του ξανά μπρος πίσω, μπρος πίσω, εδώ, εδώ, εδώ. Κάποτε αρχίζει το λαχάνιασμα. Αρχίζουν οι ερωτήσεις. Ποιός ο σκοπός του παιχνιδιού; Κυρία, κυρία, δεν έχω καταλάβει τους κανόνες. Κυρία, κυρία ποιος είναι ο νικητής; Κυρίααα, δεν καταλαβαίνω! Μα καμιά κυρία δεν απαντά, όσο κι αν σηκώνεις το χέρι. Καμιά απόκριση, καμιά βοήθεια. Υπάρχουν κάτι συμμαθητές τριγύρω που κάνουν κι αυτοί μπρος πίσω και προσφέρονται να σε βοηθήσουν. Φύγετε από εδώ, ούτε κι εσείς ξέρετε, φωνάζεις. Εγώ θέλω τα μυστικά της νίκης. Εσείς δεν είστε νικητές.
Οι μέρες περνούν. Οι ώρες κυλούν. Τα δευτερόλεπτα χαιρετούν. Ο ήλιος λαμπυρίζει. Άλλες φορές χτυπά την πλάτη. Άλλες χαιδεύει το σβέρκο. Επίμονος, στοργικός, προκλητικός. Παίξε, σου λέει, σειρά σου. Μπρος, πίσω, εδώ. Δασκάλα δεν υπάρχει. Εσύ πρέπει να φτιάξεις τους κανόνες, εσύ να γίνεις η δασκάλα που λείπει.

Leave a Reply