Την Παρασκευή, στις δέκα παρά τέταρτο το πρωί, το διάλειμα τελειώνει. Η κρύα πραγματικότητα ξαναχτυπά κι εγώ πρέπει να μαζευτώ στην τάξη μου. Οι μήνες έχουν ανακατευτεί, μέτρα σε παρακαλώ τον Αύγουστο για Σεπτέμβρη. Φοβάμαι. Φοβάμαι όσο σχεδόν φοβόμουνα τότε που ήμουνα πρωτάκι. Τι κι αν δεν με βολέψει το θρανίο; Αν είναι δύσκολα τα μαθήματα; Αν δεν ταιριάξω με τους συμμαθητές; Ίσως να λέγεται αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ίσως πάλι προαίσθηση.
Παρ’ όλα αυτά, τούτη τη φορά παίρνω κόλλα άσπρη. Βάζω βιβλία και γυμναστική δίπλα στον Ρήνο. Ανθρώπους γελαστούς και κάπου κάπου ένα ποτήρι κρασί, κατευθείαν από τους αμπελώνες. Βάζω ηρεμία και μια ζωή που δε θα μοιάζει διαρκώς ξένη. Εκδρομές και μια φύση που θα με κοιτά χωρίς να με κάνει να δακρύζω. Αγάπη μονάχα δεν ξέρω αν θέλω να βάλω. Την ήθελα σίγουρα για χρόνια. Την περίμενα, άλλοτε υπομονετικά, άλλοτε ανυπόμονα, άλλοτε διασκεδάζοντάς το, άλλοτε με ολίγην απελπισία. Δεχόμουν κάθε δυσκολία και κάθε εμπόδιο, σχεδόν με χαρά, γνωρίζοντας κάπου υπάρχει κι εγώ θα την βρω. Όσα την καθυστερούν την κάνουν πιο δυνατή, την ικανοποίηση του ερχομού της απολαυστικότερη. Κι είναι αλήθεια πως το γνωρίζω ακόμα – δεν το πιστεύω – το γνωρίζω. Μεγάλωσα όμως και δεν πάω πια πρώτη, έμαθα πως εκτός από τις απλές προτάσεις, υπάρχουν και οι σύνθετες. Κι έτσι δίπλα στο “αγάπη υπάρχει” μπήκε ένα κόμμα και προστέθηκε “ίσως όχι για όλους”. Κι είναι αλήθεια κι αυτό, πως νιώθω σαν μια βελόνα να μπήγεται στον οισοφάγο μου, γράφοντας αυτές τις λέξεις, μα, δεν μπορώ πια να σε δω. Δεν μπορώ να φανταστώ τη μορφή σου, ούτε πως μοιάζει να αγαπιέται κανείς.
Παύω λοιπόν να κάνω τον ειδικό περί αγάπης. Θα το αφήσω γι’αυτούς που ξέρουν, αυτούς που έμαθαν, αυτούς που είχαν την τύχη, για όσους ρίξαν τα τείχη, για όσους συγχώρεσαν, για όσους νίκησαν την αμφιβολία, για όσους ξεχάσαν, για όσους αποφάσισαν να μην βλέπουν τους ανθρώπους σαν εχθρούς, για όσους σταμάτησαν να κοιτάνε διαρκώς πίσω από τον ώμο τους, για όσους βάλαν τσιρότα στις γρατζουνιές τους και έπαψαν να τις ξύνουν, για όσους χτύπησαν την πόρτα και δεύτερη φορά, για όσους δεν τους ένοιαξε να προφυλάξουν το εγώ τους, για όσους είδαν πως οι μάσκες κρύβουν συχνά από πίσω πληγές, για όσους είχαν την υπομονή να προσπαθήσουν τις γιατρέψουν, για όσους είχαν το χρόνο να ακούσουν ιστορίες λυπημένες και την όρεξη να φτιάξουν μαζί ένα τέλος καλό, για όσους άνοιξαν την αγκαλιά τους και δεν περίμεναν να μπουν οι ίδιοι σε μία, για όλους όσους κάτι κατάλαβαν καλύτερα από εμένα. Σηκώνω το ποτήρι σε όλους αυτούς. Εγώ αποσύρομαι.

Leave a Reply