Έχω κολυμπήσει ξανά εδώ. Τα ίδια κύματα με αγκάλιασαν, με έπνιξαν και κάποτε κατάπιαν κάτι αλμυρές σταγόνες που είχα κρυμμένες στον κόρφο μου. Ιούλιος κομμένος στη μέση. Εφτά το πρωί ο λαιμός μου ξεράθηκε. Είδα τη θάλασσα μονομιάς να αδειάζει. Άρπαξα τα βραχια κι άρχισα να τα χαϊδεύω μανιωδώς. Όλα τα χάδια που δεν έδωσα σε εσένα, μου τα άρπαξαν μονομιάς αυτά τα γλιστερά καφέ πετρώματα. Η δοκιμή ήταν δωρεάν είπες, μα δεν είναι ώρα για δοκιμές είπα εγώ. Ο τραπεζικός λογαριασμός έχει τρύπες. Η καριέρα μπαλώματα. Δεν πέτυχα, δεν έφτασα, δεν πρόλαβα, δεν έγινα. Ψύχρα. Τρία ολόκληρα χρόνια ψύχρα. Τα λάθη πληρώνονται με τόκους είπε ο μπαμπάς. Γι’αυτό θαρρώ πως έγιναν ήδη εφτά. Μπορεί ακόμα και δώδεκα. Ένα μπιμπικιασμένο δέρμα με τρίχες κάγκελο να περιμένει ένα χέρι να τις πλαγιάσει. Η πρώτη φορά με βρήκε απροετοίμαστη, όπως όλες υποθέτω οι πρώτες φορές. Στο κυνηγητό ήμουν πάντοτε καλή, μα τούτη τη φορά τα πόδια μου παρέλυσαν. Το τηλέφωνο χτύπησε. Τρίτο ναι. Και τέταρτο. Μια κάποια επιτυχία. Ύστερα, δεύτερο περιστέρι που δεν επέστρεψε. Το τρίτο γύρισε με κομμένο το πόδι. Το τέταρτο σακαταμένα φτερά. Τόσα άτυχα περιστέρια ή έχουμε πόλεμο;
Έχεις κολυμπήσει ξανά εδώ. Τα μάτια σου άγγιζαν χιλιάδες χρώματα που δεν μπορούσες να φτάσεις. Κίτρινοι φόβοι σε περικύκλωναν. Απαράλλαχτοι με αυτούς εδώ μπροστά σου. Υδάτινα αναχώματα, εναλασσόμενα αυλακώματα. Έβλεπες τρία πλατάνια, τέσσερις ιτιές και μια συκιά. Απεραντοσύνη να ενώνεται με το άπειρο. Άλλος θα το ονόμαζε ευτυχία. Ήσουν πράγματι εσύ; Κολύμπησες ξανά εδώ; Είσαι ποτέ ο ίδιος; Αυτός που ξεκίνησε; Κουβαλάς ιδρώτα πάνω σου που κολλά, μώλωπες και βρωμιές, λερωμένες μελωδίες, βαλίτσες με χαλασμένα ροδάκια, λαχανιασμένες αναπνοές, απραγματοποίητα θα, χαλασμένα μαζί. Ένας σακάτης που κουτσαίνει είσαι, που βαριανασαίνει κι ας ποτέ σου δεν ρούφηξες γραμμάριο νικοτίνης, ένας ταλαίπωρος που βλέπει την κορδέλα κομμένη ήδη από άλλους. Γιατί δεν τελειώνει η μπαταρία, να ξεκουραστεί έστω το ένα ημισφαίριο; Γιατί δεν υπάρχει μια σκιά να ξαποστάσει κανείς, να αφήσει πίσω όσα δε χρειάζεται, να το πάρει από τη μέση, να μοιάζει με αρχή; Είναι μια μακριά, εξοντωτική διαδρομή. Μα αν για μια φορά γύρναγες λίγο το κεφάλι, ίσως να έβλεπες πως έχεις προχωρήσει. Ίσως να έβλεπες πως κάπου έφτασες. Ίσως πως φτάνεις κάθε μέρα.

Leave a Reply