Μία από τις τυραννίες της εδώ και τεσσάρων χρόνων και κάτι ζωής μου, το περίπου. Το δεν ξέρω, το μπορεί και το ίσως. Τίποτα γενναίο, θρασύ, τίποτα με στόμφο. Παρά μονάχα μια μαλακότητα, μια μειλιχιότητα, σχεδόν αδυναμία ή ασθενικότητα. Κανένα ξεκάθαρο όχι, κανένα ξεκάθαρο ναι, μα μονάχα θα δούμε. Ή μάλλον, ούτε αυτό. Δεν θα δούμε εμείς (ενεργητική φωνή), μα θα δείξει (παθητική). Θα εξαρτηθεί. Από τον καιρό, τους βοριάδες, τα μελτέμια, την πλευρά που θα ξυπνήσουμε το πρωί. Τελευταία συναναστροφή σαν εραστές ήταν. Μου είπες ευχαριστώ. Ευχαριστώ για τα κότσια να ξεγυμνωθώ, να αδειάσω μπροστά σου τα όσα κρατούσα τσουβαλιασμένα μέσα μου τόσο καιρό “ήτανε τιμή μου η δημιουργία αυτού του οφερτού συναισθημάτων που σου προκάλεσα” συνέχισες. Έκλαψα πολύ, ένιωσα μαχαίρια να γδέρνουν το μέσα μου, πάλι, ένιωσα αδικία, ευχήθηκα να μην σε είχα γνωρίσει ποτέ.
Χρόνια μετά με βρήκαν να επιπλέω σε μια θάλασσα μετριότητας. Χρόνια μετά σκέφτομαι, η μόνη σωστή απάντηση τότε ήταν “εγώ ευχαριστώ”. Ευχαριστώ που υπήρξες, που άγγιξες χορδή, που προκάλεσες σεισμό, που ξύπνησες ηφαίστειο. Ευχαριστώ για όλα τα πρωινά γεμάτα γιασεμιά και ζουμπούλια, για όλα τα βράδια που έμεινα ξάγρυπνη μετρώντας τα λεπτά μέχρι να σε ξαναδώ. Για όλα τα βήματα που έκανα χωρίς να σέρνω τα πόδια μου, μα χορεύοντας, πετώντας αφού ερχόμουνα σε εσένα. Σ’ευχαριστώ για τον κόμπο στο λαιμό μήνες ατελείωτους, για όλα τα μαξιλάρια που έβρεξα και όλα τα αυτιά που κούρασα με την κοινότυπη ιστορία μου. Σε ευχαριστώ. Για ό,τι δεν μου έδωσες πίσω. Για όσα ξεκάθαρα “όχι” μου είπες. Και για όσα ξεκάθαρα “ας είναι” είπα εγώ. Χρόνια μετά, πεινάω, διψάω, εκλιπαρώ για λίγο έρωτα νομίζω το λένε, συναίσθημα, μα δεν το βρίσκω πουθενά. Δε νιώθω. Περνάνε οι μέρες από πάνω μου σα νταλίκες και οι μήνες και οι άντρες και τα αγγίγματα κι εγώ ξαπλωμένη σαν αστακός στην αμμουδιά, ανέμελα ξαπλωμένη να με καίει ο ήλιος. Υπάρχει λέει μια αρρώστια που ο ασθενής δεν νιώθει άγγιγμα πουθενά. Μπορούν να τον χτυπάνε με σφυριά στα γόνατα, μπορούν να του κόβουν το δέρμα με ξυράφια, μπορούν να τον γδέρνουνε όπως τα τομάρια στα βυρσοδεψια μα αυτός χαμπάρι.
Ας κάτσω says
Καιρό είχα να διαβάσω κάτι και να ταυτιστώ τόσο.. Υπέροχο το κείμενο και ο τρόπος που γράφεις.
Anonymous says
Δεν ήταν αυτός. Ήσουν εσύ. Τον εαυτό σου ψάχνεις. Αυτόν που καθρεφτιζόταν στα μάτια του. Αυτός ένας απλός αγωγός. Άρα κενός. Ένας καθρέφτης που αποκτά πρόσωπο/ψυχή μόνο όταν σταθείς απέναντί του.