Σε βλέπω συχνά στον ύπνο μου τελευταία. Σε βλέπω. Ξυπνάω, θέλω να σε
πάρω τηλέφωνο, αλλά δε γίνεται. Ύστερα γράφω. Γράφω όσα θέλω να σου
πω. “Θέλω να σε αγγίξω,να σε μυρίσω, να σου χαϊδέψω τα μαλλιά και να σε
φιλήσω. Πόσο
μ’ αρέσει να σε φιλάω. Στο λαιμό και στα μάτια. Μ’ αρέσουν τα μάτια σου.
Έχουν μια λάμψη μοναδική. Κι όταν χαμογελάς… Όταν χαμογελάς μπορείς να
κάνεις έναν άνθρωπο ευτυχισμένο. Και τα χείλη σου, πόσο αγαπώ να τα φιλάω κι αυτά, λίγο, απαλά, και μετά να τα δαγκώνω και μετά να τα φιλάω πάλι,
για πολλή ώρα, να μην μπορείς να πάρεις ανάσα. Θέλω να με αγκαλιάσεις.
Σφιχτά, όπως εκείνο το βράδυ… Μου έχεις
λείψει. Να ‘ξερες πόσο. Αλλά η έλλειψη κάποιου δεν αναπληρώνεται με την
παρουσία κάποιου άλλου. Κάποιου τυχαίου. Σκέφτομαι πριν συναντηθούμε, πόσο ανούσια ήταν όλα. Ξυπνούσα το πρωί σε ξένα κρεβάτια, χωρίς να ξέρω ποιον θα αντικρύσω, ή τι είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ. Κι ύστερα
ήρθες εσύ. Και
τώρα δεν θέλω, δεν θέλω να ξαναγυρίσω πάλι πίσω. Δεν το θέλω αλήθεια σου
λέω. Αλλά φοβάμαι. Φοβάμαι πως πλησιάζει η μέρα που δεν θα έχω άλλη υπομονή και τίποτα από όλα αυτά δε
θα με νοιάζει πια. Και ξέρω ότι μπορώ να το κάνω. Να το σκοτώσω μέσα
μου. Όμως ξέρω ότι μόνο το μπορώ, αλλά δεν το θέλω. Αφού το μόνο που
πραγματικά θέλω είναι να πιάσω το χέρι σου και να πάμε μια βόλτα μαζί.”
Ξέρεις σκέφτομαι πως όχι απλά δεν με αγάπησες, όχι απλά δεν ένιωσες
τίποτα για μένα, αλλά δεν ήμουν κάτι άλλο παρά ένα παιχνίδι για σένα. Κι
όχι ένα απλό παιχνίδι. Ένα παιχνίδι απ’αυτά που δεν μας αρέσουν,
απ’αυτά που τα καταστρέφουμε, τα διαλύουμε, και μετά τα πετάμε.
Ένα πράγμα σου ζήτησα. Ένα πράγμα. Κι εσύ δεν μπόρεσες να μου κάνεις αυτή τη μηδαμινή χάρη. Γιατί δεν άντεχες. Δεν άντεχες να με βλέπεις να υπάρχω χωρίς εσένα, να χαμογελάω παρόλο που με σούταρες δυο φορές. Γιατί δε νοιάζεσαι για κανέναν άλλον παρά μονάχα για τον εαυτό σου. Πως ο εαυτός σου θα είναι καλά. Μονάχα αυτός. Και μακάρι δηλαδή να είναι αυτός ο λόγος και να μην το έκανες απλά γιατί ήξερες πως είχα καιρό να κλάψω για σένα και ήθελες με κάποιον τρόπο να το ξανακαταφέρεις. Να σε ενημερώσω, το κατάφερες.
-Δε θέλω να φύγω.
-Τότε μην φύγεις.
(Ίσως και να θυμώνω με εμένα τελικά.)
που δε θα μάθω,
είναι επώδυνες ακίδες
σ’ εκείνη την περιοχή
του εγκεφάλου μου
που θα σ’ αγαπούσε
αν είχες μείνει.
(Νευροανατομία –
Μιράντα Παπαδοπούλου)
https://www.youtube.com/watch?v=IxAKFlpdcfc
Δεν ξέρω πως γίνεται αλλά με νιώθεις τόσο άσχημα σε κάποια κείμενα σου…πανέμορφο:))