Τήξη
Σαρλότ
Ντούραμ
Μιάμι
Λος Άντζελες
μα αυτή
να ονειρεύεται
διαρκώς
την Αίτνα
και
τη λάβα της
να ποθεί
αγωνιωδώς
ένα ηφαίστειο
ενεργό
να μπει μέσα
να λιώσει
Σαρλότ
Ντούραμ
Μιάμι
Λος Άντζελες
μα αυτή
να ονειρεύεται
διαρκώς
την Αίτνα
και
τη λάβα της
να ποθεί
αγωνιωδώς
ένα ηφαίστειο
ενεργό
να μπει μέσα
να λιώσει
τελευταία εικοριτετράωρα στο γαλάζιο σπίτι. ξέρει κανείς πως οφείλεις να νιώσεις όταν γνωρίζεις πως κάτι δεν θα το ξαναδείς ποτέ; εγώ δεν ξέρω. κάθε δύο δεύτερα της ώρας μου λένε πως θα τους λείψω. ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τέτοια επίδραση όταν και μονάχα δεν προσπαθώ γι’αυτήν. έχω συνέχεια ταχυπαλμίες κι ο ύπνος μου είναι άστατος. βλέπω περίεργες εικόνες. ανακατεμένα χθες με σήμερα και αύριο. η κάποτε ζωή μου παρελαύνει βιαστικά μπροστά από τα μάτια μου χωρίς να με αφορά να εστιάσω. πόσο παράξενο αίσθημα το δεμενοιάζειπια. πόσο αλλόκοτο που όλα έχουν την λάμψη που θα τους δώσεις εσύ. ταχυπαλμίες ξανά. μια μόνιμη έλλειψη κάτι μη ορισμένου. ένα κενό σφινωμένο μέσα μου. δύο σταγόνες να κρέμονται μόνιμα στο εσωτερικό των ματιών μου. προχθές έγινα θεία. ένα μικροσκοπικό πλάσμα που αναπνέει ρυθμικά έχει λίγο από το αίμα μου. παραπροχθές ένα αγόρι 22 χρονών με ρώτησε για τη ζωή μου. 10 χρόνια από σήμερα. όσα απάντησα μοιάζουν μάλλον πολύ μακρινά για να τα φτάσω. όπως έμοιαζαν όλα όσα έφτασα και πλέον είναι πολύ κοντινά για να με ενθουσιάσουν. που πήγαν τα γράμματα που δεν έφτασαν ποτέ; που παρέπεσαν οι καρτ-ποστάλ που έγραψα; τι λέει στην τελευταία σελίδα του σεναρίου; γιατί τόση αγωνία;
Δεν ξέρω πως μοιάζει, ούτε πότε έρχεται, νομίζω όμως πως είναι η μέρα εκείνη που αρχίζεις να κρύβεσαι από το χρόνο. Η μέρα που αρνείσαι να σβήσεις τα κεριά κι αφού σου επιβάλλεται, μόνη σου ευχή είναι να σταματήσουν οι δείκτες. Η μέρα που όλος ο χρόνος δεν είναι μπροστά σου, αφού έχεις ήδη αρκετό πίσω σου. Τότε που τα χρόνια εκείνα μοιάζουν μακρινά. Τα χρόνια. Εκείνα. Τα γεμάτα καλοκαίρια, ζουμιά, χτυπήματα, θρανία, αθωότητα. Τότε που μόνη σου ευχή ήταν οι δείκτες να καλπάσουν. Τα χρόνια γεμάτα χρόνο, άδειες μέρες, γεμάτες μουσικές, μακαρόνια, αμφιθέατρα, αγόρια που νόμιζες θα αγαπάς για πάντα, κορίτσια που έμοιαζαν απλησίαστα, αφέλεια. Μοιάζει νομίζω με εκείνη τη μέρα που το μέλλον που κάποτε φάνταζε σαν αφράτο μαξιλάρι που ακουμπούσες πάνω του όλα σου τα χάπι έντιγνκς είναι πια παρόν. Το χέρι που έκοβε αμέριμνα τις μέρες του χρόνου ψάχνοντας από πίσω για καινούριο απόφευγμα, ξεχνάει να τις γυρίσει σε μια απελπισμένη προσπάθεια αιώνιας νιότης και αρχίζεις να διπλοκοιτιέσαι στον καθρέφτη σε μια αναζήτηση αυτής της ανεπιθύμητης γραμμής δίπλα από το μάτι ή της λευκής τρίχας, που μπορεί να μην βλέπεις μα φαντάζεσαι να τρέχουν ορμητικά καταπάνω σου.
Είναι νομίζω εκείνη η ίδια ημέρα που πρέπει να πάρεις παράμερα τον ώριμό εαυτό σου και να του πεις να σταματήσει να κάνει σαν παιδί, αφού πια παιδί δεν είναι. Να περάσεις το χέρι σου στους ώμους του, να τους στρίψεις λίγο προς τα πίσω, να δει πως η αφετηρία είναι κάπου μακρυά, άρα έχεις φτάσει σε ένα κάπου. Να του θυμήσεις πως η ζωή δεν είναι δεν είναι παιχνίδι ταχύτητας, όπου πηδάς από κουτάκι σε κουτάκι σε μια προκαθορισμένη διαδρομή, με νικητή όποιον φτάσει πιο γρήγορα στο τελευταίο. Μοιάζει περισσότερο με επιτραπέζιο, με άγνωστες αποστολές και παγίδες και άτυχες ζαριές που σε πηγαίνουν δυο βήματα μπροστά, πέντε πίσω. Νίκη, όποιος ίσως καταφέρει να αγαπήσει το κάθε κουτάκι όσο τα προηγούμενα, όσο τα επόμενα. Να πάρεις τώρα τον ωριμό σου εαυτό, να περάσεις και το άλλο χέρι πίσω στους ώμους και να τον κάνεις μια αγκαλιά, γιατί μπορεί πια παιδί να μην είναι, μα ίσως την χρειάζεται περισσότερο. Να του πεις επίσης να διαβάσει την Ιθάκη του Καβάφη. Γιατί, άνθρωποι είμαστε και ξεχνάμε, πάντοτε και διαρκώς τα πιο σημαντικά.
να ανοίξω
τα πόδια
να σπρώξεις
δυνατά
να φτάσεις
βαθιά
– εκεί
πάνω απ’το ήπαρ –
να μπεις
να βγεις
να μπεις
να βγεις
να μπεις
να βγεις
να μπεις
να βγεις
και μετά
να μου πεις
πως κουράστηκες
Ένα γιώτα (ι) έμελλε να είναι το καινούριο μου κρασ. Κρασ λέω, γιατί στην προσπάθεια να μεταφραστεί στην ελληνική θα είχε ως αποτέλεσμα κάτι σαν ερωτική συντριβή/σύνθλιψη/σύγκρουση, που μου φάνηκε μεγάλη υπερβολή για να κάνω χρήση της. (Ρητορική εσωτερική απορία: Μήπως όταν αποφεύγουμε να κατονομάσουμε κάτι σταματάει να είναι ό,τι είναι;) Αυτό το γιώτα λοιπόν ήταν ένα τυχαίο γιώτα. Πριν περίπου δύο μήνες, ακριβώς 72 ημέρες δεν γνώριζα την ύπαρξή του κι όταν την έμαθα μου πέρασε σχεδόν αδιάφορη. Ένα άγνωστο γράμμα, χωρίς καμία ιδιαίτερη λάμψη, καμία ταχυπαλμία στη θέασή του, κανένα φτερούγισμα στο άγγιγμά του, ένα γράμμα που ήξερα ότι θα είναι περαστικό. Ένα τίποτα. Ένα μηδέν. Που θα παρέμενε όλα αυτά, εάν εγώ δεν αποφάσιζα να το κάνω κάτι.
Η ιστορία συνήθως έχει ως εξής. Όπως το γιώτα μου, έτσι και κάθε άλλο γράμμα στην αρχή χτυπάει φοβισμένα την πόρτα. Εσύ κοιτάς από το ματάκι, την ανοίγεις λίγο μόνο, βγάζεις το κεφάλι από τη σχισμή. Έχει κουτί με γλυκά, ανθοδέσμη και χαμόγελο. Φαίνεται καλόκαρδο, διαφορετικό. Σου λέει δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Λες ας μην φοβηθώ εξαιρέσεις υπάρχουν. Ανοίγεις την πόρτα, κερνάς τσάι. Γελάς διστακτικά στην αρχή. Ξεκαρδίζεσαι στη συνέχεια. Το γράμμα φαίνεται να κερδίζει έδαφος. Εξαιρέσεις υπάρχουν. Βγάζεις το κέικ από το φούρνο. Την επόμενη το καλείς για φαγητό. Βγάζεις το καλό κρασί, στρώνεις τα χαλιά. Ετοιμασίες για ποιον; Για κάποιον που μέχρι χθες σκεφτόσουν αν θα του ανοίξεις την πόρτα. Αλλά εξαιρέσεις υπάρχουν. Το γιώτα φαίνεται αλλιώτικο, σε πηγαίνει βόλτα στη λίμνη, σου λέει τα μυστικά του, σε κοιτά σαν το πιο ξεχωριστο γράμμα που έχει γνωρίσει. Κατακτά κι άλλο έδαφος. Δεν σε πειράζει. Εξαιρέσεις υπάρχουν.
Βεβαίως, η ενοχή είναι κάτι που πέφτει πάντα σε δυο ζευγάρια ώμους. Δεν ευθύνεσαι εσύ για τα γράμματα που συναντάς. Δε φταις αν είναι καμπούρικα, στραβά, αλλόκοτα. Αν είναι μισά ή κακοδουλεμένα. Αν έχουν μάθει να κρέμονται από το χέρι που τα έφτιαξε και δεν έχουν ακόμα ωριμάσει. Δε φταις εάν τα μάτια τους είναι χαλασμένα και δεν βλέπουν ότι μπορεί να είσαι ένα γράμμα ξεχωριστό, ένα γράμμα που θα τους ίσιωνε λιγάκι. Δεν φταις εάν χτυπάς και δε σου ανοίγουν. Φταις που δεν λες να σταματήσεις να χτυπάς, γιατί αφού δεν ανοίγει δεν είναι η πόρτα σου. Φταις για όλα τα γιώτα και τα κάπα και τα σίγμα που δεν κλωτσάς μακρυά, όταν παύουν να εξυπηρετούν τον σκοπό για τον οποίο ήρθαν κοντά. Φταις που αφήνεις να σου κλέβουν τη λάμψη που αυτά δεν έχουν. Που αμφισβητείς (αν έχεις τον Θεό σου) τη δική σου αξία, επειδή οι άλλοι δεν έχουν να πληρώσουν! Δε φταις εάν τα γράμματα που συναντάς είναι μικρά. Φταις που ξεχνάς ότι είσαι κεφαλαίο.