αναρωτιέμαι
αν φεύγει ποτέ
αυτό το λίγο
το δικό μου
των άλλων·
μια διαρκής έλλειψη
που γδέρνει
στο λεωφορείο απέναντι
ένας άντρας
σε καροτσάκι
τον κοιτάζω και η λύπη
μοιάζει πολυτέλεια
παρ’ όλα αυτά
τα μάτια μονίμως υγρά
ο κόμπος
μόνιμος κάτοικος του λαιμού
οι περαστικοί ξένοι
κι εγώ ξένη ανάμεσά τους
από τις ηλιόλουστες μέρες
λείπει ένας ήλιος
κι ένας λόγος
να ξαπλώσουν στο γρασίδι
να κοιτούν τον ουρανό
— δίχως γιατί
λείπει ακόμη μια παλάμη
κι αυτός ο χτύπος ο διπλός
η μουσική ακούγεται υπόκωφα
τα βήματα ασυγχρόνιστα
πότε θα πάψει
η αγωνία;


Leave a Reply