Επαρχία. Ζέστη. Καλοκαίρι. Αυλή. Φασολάκια με κρέας. Γάτες. Κατσαρίδες. Θάλασσα. Ποδήλατο. Κάποια ξεγνοιασιά. Οι διακοπές στο νησί τελείωσαν. Διαφορετικές από τότε. Χωρίς αναπάντεχα. Χωρίς εκπλήξεις. Τα καλοκαίρια με την Β. έφυγαν. Δε θα ξαναγυρίσουν. Ίσως, εκεί βέβαια κρύβεται το μυστικό, σκέφτηκα – στην αποδοχή, ότι τίποτα ποτέ ξανά δε θα είναι το ίδιο. Τίποτα ξανά, δεν μπορεί να επαναληφθεί. Το νησί διαφορετικό. Εγώ διαφορετική. Οι διακοπές στο νησί τελειώσαν. Μαζί τους, όλα όσα σήμαιναν. Ο χρόνος στο πατρικό σύντομος. Το πρώτο σοκ ξεπεράστηκε. Έμειναν οι ήχοι, που δε βρίσκονται αλλού. Τα τζιτζίκια, η ορθόδοξη μαρτυρία στο ράδιο, το πλυντήριο αυτοκινήτων στην Κασσαβέτη, μηχανάκια να γκαζώνουν, το καζανάκι της τουαλέτας, σκύλοι να γαβγίζουν. Το πρωί της Κυριακής, η μαμά μου έφερε κόλλυβα από την εκκλησία, η γειτόνισσα ούρλιαζε σαν τρελή (κανείς ποτέ δεν ξέρει, τι πραγματικά είναι παρομοίωση και τι όχι), τα πράγματα πήραν τη θέση που πάντα είχαν στο φως της ημέρας.
Η ζωή μοιάζει να μη σταμάτησε ποτέ. Μπήκα στο βιβλιοπωλείο της Ειρήνης· έμαθα αργότερα πως μετράει ήδη είκοσι ένα χρόνια. Ένα αγόρι, γύρω στα δώδεκα, διάλεγε στυλό. Δύο· ένα χρυσό κι ένα μπλε. Η κ. Ειρήνη τα σημείωσε στο τεφτέρι. Ένα αγόρι γύρω στα δώδεκα, διαλέγει στυλό. Δύο, ένα χρυσό κι ένα μπλε. Η κ. Ειρήνη τα γράφει στο τεφτέρι. Έπειτα μπαίνει ένας κύριος. Βγάζει μόνος του μια φωτοτυπία και αρχίζει να δείχνει φωτογραφίες της νεογέννητης κόρης του. Παραπονιέται για τις σούζες που κάνουν τα μηχανάκια στην Αναλήψεως – κωλιές τις ονόμασε. Δεν τους αφήνουν να κοιμηθούν, είπε. Μια μέρα αναγκάστηκε να καλέσει την αστυνομία. “Τι θέλετε να κάνουμε” απάντησαν. Το κράτος πάντα μας παρέχει ό,τι χρειαζόμαστε. Μετά μπαίνει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Ο άντρας ζητάει ένα μπλάνκο Pelican – “από τα καλά” και δύο διαλυτικά. Κόστισαν όλα μαζί τρία ευρώ. Οι δύο γυναίκες μίλησαν για αρκετή ώρα για μια παντελόνα που την πήραν παρόμοια. Η μία κόστισε 7,90, η άλλη 18 ευρώ. Η φτηνότερη, αναφέρθηκε πως έβγαλε μπιμπίκια στο πίσω μέρος – μα δεν πειράζει, θα πεταχτεί με το τέλος του καλοκαιριού. Είναι για μία σεζόν αυτά. Η ηλικιωμένη κυρία λέει πως ήταν γυμνάστρια. Η καρδιά μου χτύπησε. Με ρώτησαν τι σπούδασα και με συμβούλεψαν να δώσω για τη σχολή Εφετών. “Δεν είναι τόσο δύσκολα όσο λένε”, είπαν. Ο κώλος της κόρης τους έβγαλε βέβαια σπυράκια, από το διάβασμα, όπως είπε, μα τα κατάφερε.
Η φυγή έχει, νομίζω, πάντα γεύση πικρή. Δεν έχει σημασία με τι θα τη συνοδεύσεις. Ίσως, φεύγεις να ξεφύγεις. Ίσως, προς το φως. Το σίγουρο είναι ότι φεύγεις. Κι αν φεύγεις, σημαίνει, ότι κάπου, κάποτε υπήρξες. Ότι για λίγο ή για πολύ, αυτό το κάπου ήτανε κομμάτι σου, δέρμα σου. Μπορεί να ξεράθηκε, να πέφτει πιο εύκολα. Ή μπορεί να είναι ακόμα νωπό. Να το τραβάς και να φαίνεται από μέσα το κόκκινο φρέσκο κρέας. Η φυγή μοιάζει με δυο κάτι που ξεκολλάνε.· όπως η φλούδα από το ροδάκινο, η παρανυχίδα από το δάχτυλο, το γραμματόσημο από τον φάκελο. Δεν έχει σημασία αν η κόλλα ήταν στιγμής ή σάλιο. (Πόσο αστείο, που οι ισχυρότερες κόλλες λέγονται “στιγμής”.) Έναν ακόμα Αύγουστο, μια φυγή από το πουθενά για το πουθενά. Στην πτήση τέλειωσα ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Ο διπλανός μου δεν είπε κουβέντα. Το Κεδρόδασος θα λάμπει στην αιωνιότητά του. Δεν ξέρω αν φέτος θα το δω. Ή αν θα το δούμε μαζί. Μα, κι αν το δούμε, δε θα είναι όπως πέρυσι. Τίποτα δεν είναι όπως ήταν, καθώς τίποτα δεν επαναλαμβάνεται. Κι αυτό μικρή μου, δε θα έπρεπε να σε κάνει να δακρύζεις.

Leave a Reply