Archives for 2013
Στην ταράτσα
“Μια μέρα τους είπα πως από πολύν καιρό είχα αισθανθεί την
ευτυχία τους, πως και στη Γη ακόμα την αναπολούσα με τόση λύπη, ώστε μου
προξενούσε καμιά φορά έναν ανυπόφορο πόνο, που συχνά τότε δεν μπορούσα
να κοιτάξω τον ήλιο χωρίς να κλαίω, πως το μίσος μου για τους ομοίους
μου ήταν ανακατωμένο με θλίψη, και πως σκεφτόμουν: γιατί δεν μπορώ να
τους μισώ χωρίς να τους αγαπώ; Γιατί τόση θλίψη μέσα σε τόση αγάπη;
Γιατί τόση αγάπη μέσα σε τόσο μίσος;”
Κάποτε θα διαβάζουμε μαζί Ντοστογιέφσκι στην ταράτσα. Οι αχτίδες του ήλιου θα καίνε τα κορμιά μας. Θα είμαστε συνέχεια αγκαλιά και θα κρατάμε σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου. Ο ιδρώτας μας θα γίνεται ένα και θα μας ενώνει ακόμα περισσότερο. Ο αέρας θα μας ανατριχιάζει το δέρμα, αλλά εμείς θα νιώθουμε μόνο ζεστασιά. Θα κοιτάμε τον απέραντο ουρανό και θα ζωγραφίζουμε σ’ ένα νοητό γαλάζιο καμβά. Θα λέμε ιστορίες παιδικές, με όμορφα τέλη. Θα μουρμουρίζουμε τραγούδια μιας άλλης εποχής. Μιας εποχής όπου ο έρωτας ήταν αγνός και η αγάπη αιώνια. Θα τρώμε σπιτικό παγωτό καϊμάκι, σε εκείνα τα πορσελάνινα μπολάκια της γιαγιάς, με τα ζωγραφισμένα λουλούδια. Και μαύρες ρώγες σταφύλι, από την κλιματαριά, χωρίς να τις πλένουμε, κρύβοντας με τα χέρια μας το πρόσωπό μας, όπως τα μικρά παιδιά όταν κάνουν ζαβολιές. Θα κάνουμε έρωτα παθιασμένο, απενοχοποιημένοι από κάθε ίχνος μικροαστισμού. Έπειτα ξαπλωμένοι, στην καυτή πλάκα θα κοιτάμε ξανά τα σύννεφα και θα παίζουν τα δάχτυλά μας με το φως. Θα
βουτάμε με τα ρούχα στη θάλασσα και θα κυνηγάμε τον ήλιο. Θα με αγαπάς και θα σε αγαπώ και θα είναι ο κόσμος φτιαγμένος μόνο για εμάς. Και ξέρεις… Το κάποτε είναι τόσο μακρυά όσο και κοντά. Τόσο παρελθόν όσο και μέλλον.
*Το όνειρο ενός γελοίου, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί*
Το κινητό μου το έχω πάντα στο εσωτερικό τσεπάκι της τσάντας. Το μεγάλο, όχι αυτό, το ειδικό για κινητά. Δεν μου αρέσει να μπαίνω σε καλούπια, ούτε υπόνοια αυτών δεν θέλω να υπάρχει. Ή έτσι μ’ αρέσει να λέω τουλάχιστον. Μια-δυο βδομάδες τώρα, χρησιμοποιώ την καινούρια μου τσάντα. Είναι δερμάτινη, σε χρώμα ταμπά και χρυσή λεπτομέρεια. Τις πέταξα όλες τις πλαστικές που είχα, στο είπα; Στο είπα νομίζω. Με έπιασε ξαφνικά μια σιχασιά για οτιδήποτε φτηνό, οτιδήποτε ψεύτικο. Τις πέταξα όλες και πλέον αγοράζω μόνο δερμάτινες. Λίγες, αλλά τουλάχιστον αληθινές. Όπως τη χειμωνιάτικη που φορούσα, τη μαύρη, που αγοράσαμε μαζί. Θυμάσαι; Σίγουρα θα θυμάσαι. Ποτέ δεν κατάλαβα αλήθεια αν σου άρεσε αυτή η μανία που είχα με τα ρούχα, τη μόδα και όλα αυτά που τα αγόρια θεωρείτε λεπτομέρειες, ή αντίθετα σου άρεσε. Θυμάμαι όμως χαρακτηριστικά μια μέρα να περπατάμε προς τη θάλασσα και να μου λες κάτι που με έκανε τόσο χαρούμενη που το άκουσα. Σου άρεσε νομίζω. Μπορεί να μην ήθελες να το παραδεχτείς, αλλά σου άρεσε ο τρόπος που ντύνομαι. Ακόμα κι αυτά, τα κοντά σορτσάκια, που τόσο σε ενοχλούσαν. Ακόμα κι αυτά κάπου στο βάθος σου άρεσαν.
Γενικά το κινητό μου το δεν το έχω σε μεγάλη εκτίμηση. Είναι πάντα κάπου χαμένο και κάθε άλλο παρά προέκταση του χεριού μου είναι. Αυτό βέβαια αλλάζει όταν λείπεις. Τότε είναι που γίνεται δεύτερο δέρμα μου. Τότε είναι που δεν υπάρχει μέρος που να μην με συνοδεύει. Τότε τα δάχτυλά μου βρίσκονται συνέχεια στο τσεπάκι. Συνέχεια εκεί. Το χαϊδεύουν ηδονικά, γιατί ξέρουν πως μπορεί να μας φέρει κοντά. Πως μπορεί να μεταφέρει κάτι από τη σκέψη μου, στα μάτια σου ή σε καλύτερη περίπτωση στο μυαλό σου. Μέρες πάνε που το χέρι μου δεν ξεκολλάει από εκεί. Σα να περιμένω κάτι, κάτι να συμβεί, οτιδήποτε. Αλλά δεν μπορώ πια εγώ να είμαι ο πυροκροτητής. Δεν μπορώ να στείλω. Δεν μπορώ ούτε να γράψω. Και δεν ξέρω αν λυπάμαι πια. Θυμάσαι ένα χρόνο πριν; Πόσο θύμωνες που δεν σε άφηνα, όπως έλεγες; Που δεν το άφηνα; Που δεν μας άφηνα; Θα θυμάσαι δεν μπορεί. Είδες; Δεν ήταν τόσο δύσκολο τελικά. Μας άφησα. Δεν υπάρχουμε.
Βρίσκομαι τόσο κοντά στο να καταστραφώ ξανά. Τόσο κοντά, σχεδόν νιώθω τον πόνο, που ακόμα δεν έχει προκληθεί. Μα πριν προλάβω, κάτι με σώζει -αν μπορεί κάποιος αυτό να το ονομάσει σωτηρία. Έρχονται κύματα και χιονοθύελλες, βίαιες αναμνήσεις. Εφιάλτες που φρόντισες καλά, να έχω. Σέρνομαι στους άδειους δρόμους, μιας νεκρής πόλης. προσπαθώντας να ξεχάσω και θυμάμαι πιο πολύ. Δεν βοηθά, άλλωστε και κι αυτός ο τόπος. Σε κάθε δρόμο. Σε κάθε λεωφόρο και σε κάθε στενό, έχω να θυμάμαι και ένα αντίο. Ένα χτύπημα στον ώμο. Μια παγωμένη αγκαλιά. Ένα καταπιεσμένο βλέμμα. Σε κάθε έναν δρόμο. Έξω από το σπίτι σου. Έξω από το σπίτι μου. Κι αυτό ακόμα, εγώ το έκανα διαφορετικά. Σε έσβησα απαλά, χωρίς να πονέσεις. Μα όχι, θα ήταν άδικο να το παίξω ήρωας. Για μένα το έκανα αυτό. Από δειλία δεν ήθελα να σε δω. Από δειλία δεν ήθελα να σου μιλήσω. Από φόβο. Γιατί ήξερα, πως δεν θα μπορούσα ποτέ να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου πω αντίο.
Αλλά πάλι, τι κάθομαι και λέω; Η ιστορία μας τέλειωσε αγάπη μου. Πολύ πριν την τελειώσουμε εμείς. Πόσο ανόητοι φαινόμασταν να προσπαθούμε να κρατήσουμε ζωντανό, κάτι που βρισκόταν σχεδόν στην αποσύνθεση; Η ιστορία μας πέθανε, έναν ακριβώς χρόνο πριν. Δολοφονήθηκε. Παρέα με εκείνο το φιλί κάτω από την βροχή. Με τα κατακκόκινα μάτια μου. Και τα δάκρυα δίχως τέλος. Δάκρυα. Λυγμοί. Βροχή. Βροχή, ασταμάτητη. Πέθανες εκείνη τη Μ. Παρασκευή. Τη στιγμή εκείνη που πάτησα το send. Πέθανες μέσα μου, την ίδια ακριβώς μέρα που γεννήθηκες.
(Την προηγούμενη φορά του είχα πει κάπου σ’ αυτή τη στροφή
ότι θα άλλαζα πορεία κι ότι πια δεν θα μπορεί να με βρει.)
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Μετανάστευση
Για πρώτη φορά στη ζωή της δεν φοβήθηκε τα ύψη. Τα φτερά της είχαν δυναμώσει αρκετά πια και άντεχαν. Άντεχαν τις κακουχίες που μπορεί να συναντούσε. Για πρώτη φορά έφυγε. Δεν την έδιωξαν. Έφυγε. Έφυγε και τους άφησε πίσω της, να την κοιτούν να απομακρύνεται και να στριφογυρνούν στο μυαλό τους τα λάθη τους. Τα ατελείωτα λάθη τους. Κι η ανεπάρκειά τους στην αγάπη.
Της ψιθύρισαν να γυρίσει, μα δεν άκουσε. Και ύστερα φώναξαν, φώναξαν δυνατά “γύρνα πίσω! σε χρειάζομα(ι)στε..” μα ήταν πια πολύ μακρυά. Είχε γνωρίσει καινούριους τόπους, διαφορετικά αρώματα την παρέσυραν, με άλλες εικόνες μαγεύονταν. Και δεν ήθελε. Δεν ήθελε ξανά να νιώσει τον ίδιο πόνο. Δεν ήθελε να πέσει στις ίδιες παγίδες. Να ματώσει από τα ίδια βέλη. Θα μάτωνε το ήξερε. Το ήξερε καλά. Και θα πονούσε πολύ. Αλλά όχι ξανά στα ίδια μονοπάτια. Άλλα, άλλα που δεν θα γνώριζε, δεν θα είχε ιδέα. Ήθελε να νιώσει ξανά το “μπορεί” και το “ίσως”. “Μπορεί αυτή η πορεία με βγάλει εκεί που θέλω. Ίσως σ’αυτό το σύννεφο, βρω αυτό που αναζητώ.” Ήθελε άλλοι να την πληγώσουν. Άλλοι να την πονέσουν. Άλλοι να γευτούν τα αλμυρά δάκρυά της. Ίσως ήθελε να πληγώσει κιόλας. Να πληγώσει όπως την πλήγωσαν. Δεν την ένοιαζε πια. Άδικη δεν είναι άλλωστε η ζωή; Σα να γεννηθήκαμε για να πληγώνουμε και να πληγωνόμαστε, σκέφτηκε, όταν άθελά της είχε κάνει το ίδιο. Αυτή θα άλλαζε την τάξη των πραγμάτων; Κι έφυγε. Μακρυά. Για πάντα. Κι ας ήξερε ότι ένα κομμάτι της καρδιάς της είχε σπάσει και θα έμενε πίσω. Εκεί, μαζί του. Έπρεπε να φύγει. Να φύγει κι ας μην ήταν ολόκληρη, όπως όταν ξεκίνησε.
Να πετάξω θέλω. Να φύγω. Σαν τα πουλιά.
Κι αν είμαι αποδημητικό θα ξαναγυρίσω.
Αξίζει στον επόμενο
Τάιμ/λάιν
Άγνωστος x(2) is working on the Grim Butcher on Criminal Case.
Άγνωστος x(3) used the Sling Scope on Angry Birds.
Άγνωστος x(4) changed Tactics on Top Eleven Be a Football Manager.
Άγνωστος x(5) sent 29 lines in Tettris Battle.
Και άγνωστος x(6)
και x(7)
και x(8)
Και μουνιά και γκόμενες και βυζιά.
Και αγάμητες και σαβουρογάμηδες.
Και τσόντες και πίτσες και μαλακίες.
Και προτυχιές. Και ευκολοχώνευτα.
Και καρδιές μικρότερες του τρία και παρενθέσεις με ερωτηματικά.
Και ηλεκτρονικά φιλιά και ηλεκτρονικά γαμήσια.
Και σαμπάνιες και μπούτια και μπανιέρες.
Και κάπκεικς και γκολ και “γαμώ τη μάνα σας”.
Και ραντεβού και αλκοόλ και μεθύσια και παρτούζες και εμετοί.
Και σαπίλα.
Ανακατεύομαι. Με την αηδία σας. Την προχειρότητά σας. Τη φτήνια σας. Την ευκολία σας.
Τη μιζέρια σας. Τη λάμψη σας. Τα παιχνίδια σας. Τα τουίτερ σας. Τα φέισμπούκ σας. Τις φωτογραφίες σας. Τα ξενύχτια σας. Τα πηδήματά σας. Τα αστεία σας. Τα γέλια σας. Τη δηθενιά σας.
Σας σιχάθηκα. Και μένα μαζί.
*Και γίναν τα σ’αγαπώ συλλογή από καπάκια μπύρας.

