Zοο Berlin
Έχει πολλά πάρκα εδώ αγάπη μου. Τεράστιους δρόμους και δέντρα παντού. Τα αυτοκίνητα σταματούν για να περάσουν οι πεζοί και οι άνθρωποι είναι άνθρωποι. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο από εμάς. Ώρες ώρες μου μοιάζει λίγο με την Αθήνα, αλλά σε μια πιο εξελιγμένη και πολιτισμένη εκδοχή της. Άλλες ώρες βέβαια καθόλου. Έχει ποτάμια μεγάλα, σα να κοιτάς το άπειρο μέσα στην πόλη, νερό ατελείωτο και γέφυρες πολλές. Σκιουράκια πετάγονται στα πεζοδρόμια και χάνονται στις φυλωσιές. Τα κτίρια είναι ψηλά και μοιάζουν μιας άλλης εποχής. Ήλιο δεν έχει συχνά. Εδώ ο ήλιος είναι κάτι έξω και πέρα από την πραγματικότητα. Σαν ένα δώρο, ας πούμε που περιμένουν οι άνθρωποι, όπως περιμένουν τα παιδιά τον Άη – Βασίλη την Πρωτοχρονιά.
Σήμερα ο ήλιος τύφλωνε. Βρέθηκα να τρώω κινέζικο στον ζωολογικό κήπο. Είναι από τους πιο γνωστούς ζωολογικούς κήπους του κόσμου, το ξέρεις; Είναι μεγάλος, τόσο πολύ μεγάλος, σαν μια πολιτεία, μέσα σε μια άλλη πολιτεία. Μια πολιτεία απόλυτης τάξης, ηρεμίας και ασφάλειας. Έχει δέντρα αμέτρητα και ζώα που δεν έχεις ξαναδεί. Ελέφαντες και ένα μικρό, τόσο δα μικρό ελεφαντάκι -θα ‘παιρνα όρκο πως είναι αυτό για το οποίο τραγουδάει ο Δεληβοριάς – τίγρεις, καμηλοπαρδάλεις και μια πολική αλεπού! Το ήξερες ότι υπάρχει πολική αλεπού; Ήταν άσπρη, ολόασπρη σαν την πολική αρκούδα, αλλά ήταν αλεπού. Έχει κι ένα γέρικο λιοντάρι, με μια μακρυά ταλαιπωρημένη χαίτη, ζέμπρες και ελάφια, πιθηκάκια και λίμνες με ψάρια εξωτικά. Ήταν κι ένα ζώο περίεργο, που έμοιαζε το μισό με ελάφι και το μισό με ζέμπρα και ονομάζοταν Okapi. Και διάφορα άλλα ζώα, που ούτε που θυμάμαι πως λεγόταν. Αμφιβάλω αν είδα το 1/3 των όσων είχε. Σίγουρα πρέπει να ξαναπάω. Ίσως όταν έρθεις.
Κάνει κρύο όμως μωρό μου. Πολύ κρύο, κρύο, συνέχεια κρύο. Δεν υπάρχει δευτερόλεπτο από τότε που ήρθα που να μην κρυώνω. Το κρύο σε πηρουνιάζει, σε κάνει να είναι η μοναδική σου αγωνία. Τα πρωινά ο ουρανός αντί για γαλάζιος είναι γκρι, κι όσο ρούχα κι αν φορέσεις πάλι ξέρεις ότι θα κρυώσεις. Το ξέρω, θα με πεις υπερβολική, αλλά μωρό μου αλήθεια σου λέω. Κρυώνω πάρα πολύ. Οι άνθρωποι εδώ μάλλον είναι συνηθισμένοι γιατί δεν τους βλέπω να το παίρνουν τόσο βαρέως όσο εγώ. Περπατάνε με ανοιχτά μπουφάν, ακόμα και χωρίς και λένε πως αυτό είναι καλοκαίρι! (Τι με περιμένει Θεέ μου, αναρωτιέμαι.) Τις προάλλες είδα ένα κοριτσάκι, με ένα τόσο λεπτό μπλουζάκι που μου ήρθε να το αγκαλιάσω για να μην κρυώνει. Το αγκάλιασε το αγόρι της τελικά.
Τα πήγαινέλα ακόμα δεν τα έχω μάθει καλά. Είναι πολλά άλλωστε. U-bahn, S-bahn, Strassen-bahn, Verkesmittel-bahn. Μα έχω μάθει πλέον, ακριβώς πότε πρέπει να ανέβω και πότε πρέπει να κατέβω. Ποτέ πια δεν χάνω τη στάση μου.
Nächste Station:
Τα μεγάλα παράθυρα
Έμπρακτα θεατρικά
Πράξη πρώτη [Το τελευταίο (μας) καλοκαίρι]
“Οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου
με βρήκαν ξαπλωμένο σε αγκάθια
Οι τελευταίες μέρες μαζί του
με βρήκαν μ’ ένα χέρι στο λαιμό μου”
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών.
Καιρός να ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες
— τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα
που τόσο σου πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις.
Εγώ, τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη,
θα ξανακοιτάξω τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα,
μάλλον πως έχω αφαιρέσει πολλά,
καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο
κάτω απ’ τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το τελευταίο.
Γιάννης Ρίτσος
Πράξη Δεύτερη [Ατέλειωτα χρυσάνθεμα]
“Λοιπόν, τι απέγιναν τα ωραία χρυσάνθεμα;
Πού πήγαν οι παλιές μέρες;
Άνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους ψάχνοτας με τα μάτια τον
Πού πήγαν οι παλιές μέρες;
Άνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους ψάχνοτας με τα μάτια τον
ορίζοντα.
Σφυρίγματα τραίνων που σε πηγαίνουν πιο μακριά απ’ τα
τραίνα.”
Πράξη Τρίτη [Άνω τελεία]
Καιρός και να συντάξεις το αποχαιρετιστήριο
που θα αφήσεις στην (κενή πλέον) θέση της βαλίτσας
να αποφασίσεις το ύφος, το μέγεθος, τα σημεία στίξης
Παλιά σου άρεσαν πολύ οι τελείες
έκοβες τις προτάσεις, τις άφηνες μικρές, σχεδόν μισοτελειωμένες
Τα κόμματα ποτέ δεν σου άρεσαν, άσκοπη φλυαρία τα θεωρούσες
Οι παρενθέσεις μεγάλη σου αδυναμία,
αλλά γνωρίζεις τη χρήση τους μόνο όταν ξέρεις το τέλος
κι εσύ δεν το ξέρεις
μη βάλεις τελείες στο αποχαιρετιστήριο, ούτε μία
[ · ]
Η αέναη κίνηση
ακούω έξω στην αυλή μια σκούπα να ξύνει το τσιμέντο
τα ηχεία παίζουν υπόκωφα Alex Turner
οι άνθρωποι είναι τόσο περίεργοι σκέφτομαι
που ίσως δεν αξίζει να προσπαθήσεις να τους γνωρίσεις
μα πιο περίεργη είναι η ζωή
σίγουρα, χάσιμο χρόνου να προσπαθήσεις να την καταλάβεις
το χώμα είναι νωπό και μυρίζει βροχή
μ’ αρέσει η μυρωδιά της βροχής
κάθε φορά που βρέχει μου έρχεται μια ακαταμάχητη επιθυμία να χορέψω
χθες έβρεχε πολύ και φυσούσε, ακούγονταν θόρυβοι δυνατοί
σακούλες πετούσαν στον ουρανό και κλαδιά ξεκολλούσαν απ’ τα δέντρα
πήρα το ποδήλατο και έτρεχα με τη βροχή να μου μαστιγώνει το πρόσωπο
ο ήχος της σκούπας συνεχίζεται
πόσες σκούπες άραγε κινούνται ταυτόχρονα κάθε φθινόπωρο;
παρόλο που ξέρουν ότι τα φύλλα θα συνεχίζουν να πέφτουν
πόσα φύλλα ακούραστα συνεχίζουν να πέφτουν;
παρόλο που ξέρουν ότι κάποιος θα τα βάλει σε ένα φαράσι
Το μεγάλο φ
φοβάμαι πως μια μέρα δε θα μπορώ να γράψω
μικροσκοπικά αόρατα πλάσματα θα τρυπώσουν στο κεφάλι μου
θα εμποδίζουν την κάθε μου σκέψη
οι λέξεις δεν θα σχηματίζονται πια αβίαστα
ό,τι καταφέρνω να πω θα μοιάζει με ακατανόητη μουτζούρα
φοβάμαι πως θα κρυώνω
τα κόκκαλά μου θα πονάνε πολύ
θα ακούω τριξίματα και θα τρέμω μήπως σπάσω
φοβάμαι πως δεν θα ξυπνάω πια με τον ήλιο
στο παράθυρό μου αντί για αχτίδες, θα βλέπω βροχή
αντί για πουλιά, χιονονιφάδες
αντί για χρώματα, άσπρο
φοβάμαι πως μια μέρα δεν θα μπορώ να αγαπήσω
κανέναν, μα ούτε εσένα πια
φοβάμαι πως θα σε ξεχάσω
κι εσύ εμένα
φοβάμαι πως αυτή η μέρα βιάζεται

