Μετανάστευση
Για πρώτη φορά στη ζωή της δεν φοβήθηκε τα ύψη. Τα φτερά της είχαν δυναμώσει αρκετά πια και άντεχαν. Άντεχαν τις κακουχίες που μπορεί να συναντούσε. Για πρώτη φορά έφυγε. Δεν την έδιωξαν. Έφυγε. Έφυγε και τους άφησε πίσω της, να την κοιτούν να απομακρύνεται και να στριφογυρνούν στο μυαλό τους τα λάθη τους. Τα ατελείωτα λάθη τους. Κι η ανεπάρκειά τους στην αγάπη.
Της ψιθύρισαν να γυρίσει, μα δεν άκουσε. Και ύστερα φώναξαν, φώναξαν δυνατά “γύρνα πίσω! σε χρειάζομα(ι)στε..” μα ήταν πια πολύ μακρυά. Είχε γνωρίσει καινούριους τόπους, διαφορετικά αρώματα την παρέσυραν, με άλλες εικόνες μαγεύονταν. Και δεν ήθελε. Δεν ήθελε ξανά να νιώσει τον ίδιο πόνο. Δεν ήθελε να πέσει στις ίδιες παγίδες. Να ματώσει από τα ίδια βέλη. Θα μάτωνε το ήξερε. Το ήξερε καλά. Και θα πονούσε πολύ. Αλλά όχι ξανά στα ίδια μονοπάτια. Άλλα, άλλα που δεν θα γνώριζε, δεν θα είχε ιδέα. Ήθελε να νιώσει ξανά το “μπορεί” και το “ίσως”. “Μπορεί αυτή η πορεία με βγάλει εκεί που θέλω. Ίσως σ’αυτό το σύννεφο, βρω αυτό που αναζητώ.” Ήθελε άλλοι να την πληγώσουν. Άλλοι να την πονέσουν. Άλλοι να γευτούν τα αλμυρά δάκρυά της. Ίσως ήθελε να πληγώσει κιόλας. Να πληγώσει όπως την πλήγωσαν. Δεν την ένοιαζε πια. Άδικη δεν είναι άλλωστε η ζωή; Σα να γεννηθήκαμε για να πληγώνουμε και να πληγωνόμαστε, σκέφτηκε, όταν άθελά της είχε κάνει το ίδιο. Αυτή θα άλλαζε την τάξη των πραγμάτων; Κι έφυγε. Μακρυά. Για πάντα. Κι ας ήξερε ότι ένα κομμάτι της καρδιάς της είχε σπάσει και θα έμενε πίσω. Εκεί, μαζί του. Έπρεπε να φύγει. Να φύγει κι ας μην ήταν ολόκληρη, όπως όταν ξεκίνησε.
Να πετάξω θέλω. Να φύγω. Σαν τα πουλιά.
Κι αν είμαι αποδημητικό θα ξαναγυρίσω.
