Μεσημεριανό
Κάθομαι έξω, από την πίσω μεριά του κτιρίου της δουλειάς. Ο ήλιος καίει. Άφησα τα παγκάκια και μετακινήθηκα στο κυκλικό πεζούλι, που του κάνουν ίσκιο δύο δέντρα. Σκέφτομαι, χρόνια μετά, αν τύχει να διαβάζω αυτές τις γραμμές, θα θυμάμαι για τι μιλούσα; Θα είμαι εδώ να το βλέπω ακόμα; Θα είναι όλα αλλιώς ή θα είμαι εγώ αλλού; Θα έχω ξεχάσει τι υπήρξε; Θα έχει σβήσει ο εγκέφαλος μου, αυτές τις μικρές ανεπαίσθητες λεπτομέρειες της καθημερινότητας; Ο ήλιος συνεχίζει να καίει. Έχει κάτι το παρήγορο. Θυμάμαι εκείνη τη μέρα, στα σκαλάκια μπροστά από το λιμάνι. Είχες ακουμπήσει το κεφάλι σου στους μηρούς μου και σου χάιδευα τα μαλλιά. Μείναμε εκεί έξι ώρες – ίσως και παραπάνω. Δεν ήθελες να φύγουμε. Ήθελες να κλειδώσεις τη στιγμή. Να κλειδωθείς μέσα της. Όπως, στο Κεδρόδασος. Είχες πει πως ήθελες να σταματήσει ο χρόνος. Θα σου αρκούσε να μείνεις εκεί, έτσι – αυτό θα ήταν για σένα ευτυχία. Ήξερες να την αναγνωρίζεις στα μικρά, στα απλά, σε ό,τι είχες. Ήξερες να αρκείσαι, να καταλαβαίνεις πότε αυτό που έχεις, είναι αρκετό. Σε αντίθεση από εμένα. Εγώ, πάντα το κάτι άλλο, το παραπέρα, το δίπλα από εδώ, αυτό που δεν είναι εδώ. Όπως τώρα. Ο ήλιος καίει. Ένα ελαφρύ αεράκι περνάει πάνω από τα χέρια μου. Τα σύννεφα σέρνονται αργά, σχεδόν χορεύουν. Από μια χαραμάδα βλέπω λίγο νερό. Παντού γύρω μου νερό. Δεν είναι θάλασσα, μα είναι νερό της θάλασσας. Ξέρω πως θα σου άρεσε εδώ. Αυτό που δεν ξέρω, είναι αν θα μου άρεσε εμένα να ήσουν εδώ. Γιατί αν ήσουν εδώ, δε θα έλειπες. Κι αφού δε θα έλειπες πως θα μπορούσα να σε διψάσω, να σε πεινάσω, να γίνεις το όλον μου – όπως τώρα, που λείπεις;
