Μελαγχολικές Κυριακές
Ποτέ δε μου άρεσαν οι Κυριακές. Όλες τους σχεδόν είχαν μια δόση πικρίας.
Άσχημη γεύση, αλμυρή, στυφή κι απροδιόριστη μαζί.
Άλλες Κυριακές αδιάφορες, άλλες κρύες, άλλες απλώς μελαγχολικές.
Αν μου έλεγε κάποιος να βάλω μια ταμπέλα σ’αυτή τη μέρα, αυτή θα έβαζα.
Μελαγχολική.
Μελαγχολική.
Ήταν ημέρα αναπόλησης.
Μέρα όπου άνοιγαν πληγές που δεν έπρεπε να υπάρχουν,
ίσως μόνο για να σου θυμίσουν ότι ήρθε η στιγμή να τις κλείσεις.
Μέρα ήρεμων καφέδων, όχι αυτών των επεισοδιακών.
Ήσυχων περιπάτων, απ’ αυτούς που ποτέ τίποτε απρόσμενο δε συμβαίνει.
Μέρα χωρίς λόγο ύπαρξης.
Μέρα όπου άνοιγαν πληγές που δεν έπρεπε να υπάρχουν,
ίσως μόνο για να σου θυμίσουν ότι ήρθε η στιγμή να τις κλείσεις.
Μέρα ήρεμων καφέδων, όχι αυτών των επεισοδιακών.
Ήσυχων περιπάτων, απ’ αυτούς που ποτέ τίποτε απρόσμενο δε συμβαίνει.
Μέρα χωρίς λόγο ύπαρξης.
Τις Κυριακές τα κενά μεγάλωναν.
Τα φαντάσματα γινόταν πιο αληθινά.
Τα φαντάσματα γινόταν πιο αληθινά.
Οι απουσίες επιβλητικότερες.
Οι ελλείψεις απειλητικότερες.
Οι ελλείψεις απειλητικότερες.
Τα λάθη επίμονα ζητούσαν να μπουν στη λίστα των πραγμάτων που έχεις κάνει.
Τις Κυριακές η λογική έκανε στην άκρη και τα συναίσθηματα έπαιρναν τη θέση της.
Τις Κυριακές ο νους έτρεχε. Σε θάλασσες, βουνά. Ταξίδευε σε μέρη ανύπαρκτα.
Και σε συναισθήματα. Ανύπαρκτα κι αυτά.
Έπειτα ερχόταν οι Δευτέρες. Όλα έμπαιναν και πάλι στη θέση τους.
Εκεί που ήταν και πριν.
Εκεί όπου έπρεπε να είναι.
Εκεί όπου έπρεπε να είναι.
