νότες
Φιλοφοβία
σε πόσα κομμάτια μπορεί να σπάσει μια καρδιά;
μοιάζει ατελείωτα αν σκεφτείς πως από μαζεύω ακόμα. έβαλα ηλεκτρική εταιρεία καθαρισμού ολικού έφερα και μαστόρους να αλλάξουμε πλακάκια. πίστευα απαλλάχθηκα έμοιαζε με καινούρια. δεν αρκεί
θα έρχεται πάντα αυτό το πρωινό της Κυριακής, θα πατάς κάποιο ξεχασμένο γυαλάκι θα σου ανοίγει πληγή τεράστια θα αρχίζει να τρέχει το αίμα σαν συντριβάνι και τα δάκρυα ταυτόχρονα δεν θα ξέρεις τι να πρωτοσκουπίσεις
έκλαψα όταν έφυγες
έκλαψα μέχρι που άλλα δάκρυα δεν υπήρχαν. ποιο είναι αυτό το εσύ πια δεν θυμάμαι, μα θυμάμαι πως ένιωσα σαν ένα τεράστιο ολοστρόγγυλο μηδέν, που μεγάλωνε και φούσκωνε με κάθε αποχώριση. νόμιζα σε περίμενα. νόμιζα σε περιμένω μα γίνεται να έρθει ό,τι τρέμεις; μπήχτηκε το γυαλί της Κυριακής γελώντας. φοβάμαι την αγάπη αγάπη μου
φοβάμαι την αγάπη όσο φοβάμαι την απόρριψη, την εγκατάλειψη, τους δρόμους που χωρίζουν, τους ανθρώπους που μεγαλώνουν μαζί, μα θέλουν να γεράσουν μόνοι, όσους πολιτισμένα δίνουν το χέρι σε μια βουβή παραδοχή πως βαρέθηκαν σε μια αστεία συμφωνία να συνεχίσουν μόνοι ή με άλλους, μα όχι μαζί, το μαζί κουράζει, το μαζί σέρνει βάρη το μαζί κουβαλάει σκόνη, το μαζί θέλει χώρο στην ντουλάπα το εγώ σου στριμωγμένο στην άκρη, κουράγιο και ιδρώτα
νόμιζα σε έψαχνα
μα σαν αυτούς
ω τι ντροπή
φοβάμαι το μαζί
Πως θα
Δεν είναι που η ζωή μοιάζει με τέλμα, δεν είναι το άφαντο νόημα, το βαρετό πηγαινέλα στη δουλειά, το ανυπόφορο οχτάωρο, το κούνημα του κεφαλιού αντί καλημέρας, το σκοτάδι των κλαμπς, οι γκόμενοι μικρής διαρκείας, δεν είναι τα μελαγχολικά απογεύματα, τα καθιερωμένα ραντεβού για βιετναμέζικο, οι αποστηθισμένες συζητήσεις, οι πάντα ίδιες καταλήξεις, τα γενέθλια που δεν σταματάνε να έρχονται, οι δείκτες που δεν τρέχουνε σαν να τους κυνηγάνε, τα αυξημένα ποσοστά διαζυγίων, η αποδέσμευση των σχέσεων, όσοι πέρασαν, όσοι ξεχάστηκαν να θυμηθούν, η χώρα που τότε ήταν σπίτι, οι ρίζες που μαράθηκαν, οι γεύσεις που έσβησαν, οι συνήθειες που κόπηκαν, το εγώ που αναρωτιέται από τι ορίζεται, η ζωή που δεν πήγε κατά σχεδίου.

Η μαρμελάδα από βατόμουρα.
Μου λείπει η τζανεριά στην άκρη του ακάλυπτου.
Το κλουβί με τα καναρίνια στο αντικρινό μπαλκόνι.
Η γάτα μου, η Μάργκω.
Τα χαρτιά και τα μολύβια μου
(κι ας μην κατάφεραν ποτέ να δώσουν άσυλο στην ψυχή μου). Σε μια έρημο βρίσκομαι. Και σε παρακαλώ μη με ρωτάς γιατί.
Ξέρεις πως είμαι ανίκανη να δώσω εξηγήσεις. Όμως. Απ όλα περισσότερο, θέλεις να μάθεις τι μου λείπει; Το παραμύθι.
Το παραμύθι πως μια μέρα θα βρίσκαμε μια όαση μαζί!»
Ανάποδα
άφησε την επαρχία
για την Αθήνα
την Ελλάδα
για την Ευρώπη
την Ευρώπη
για την Αμερική
για να μάθει
πως κάποτε οι τόποι
σταματούν να μεγαλώνουν
κάποτε
για να χωρέσεις
πρέπει να μικρύνεις εσύ
κάποτε ο κόσμος
μοιάζει με βελόνα
εσύ με κλωστή
θέλει
να στριμωχτείς
να εστιάσεις
από
το πλήθος
το θόρυβο
τις λίστες
τις ατέλειες
τα προαπαιτούμενα
στο ένα
(το γεμάτο ψεγάδια
μα δικό σου)
[click]
Loving strangers
Πρώτη φορά κατάλαβα γιατί τον απεικανίζουν με βέλη. Μάλλον δεύτερη. Μα τούτη η φορά πόνεσε περισσότερο από την πρώτη. Στο αναπάντεχο, εκεί κρύβεται η ευστοχία του – η ατυχία σου. Δεν το είδα να έρχεται, μονάχα το ένιωσα. Απότομα στα δεξιά του θώρακα. Το ένιωσα να σχίζει το κορμί μου, να γλιστράει με δεξιοτεχνία ανάμεσα στις πλευρές και να σφηνώνεται βαθιά. Nα μπήγεται σε αυτό το αφράτο πράγμα που χτυπά κάθε δεύτερο του λεπτού και για λίγο να το σταματά. Ένιωσα μια παλινδρόμηση και κατάφερα να ψελίσω τέσσερις λέξεις. Θυμάμαι το άβολο βλέμμα του. Κοντοστάθηκε χωρίς να ξέρει τι να πει. Χαμογέλασε και αποχώρησε. Ξαναγύρισε. Μάλλον του άρεσε το ξαφνικό θήραμά του. Ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες κι αρχίσαμε να χορεύουμε, ύστερα να μιλάμε ξανά. Μιλούσαμε, μιλούσαμε, μιλούσαμε. Γύρω μας κανείς κι ας ήταν εκατοντάδες. Γύρω μας σιωπή από ηχεία που έπαιζαν τόνους μεγαβάτ. Είμασταν εμείς το σύμπαν και το σύμπαν εμείς. Ξαπλώσαμε στην κούνια. Μια κλωστή ένωνε τις τεράστιες κόρες των ματιών μας. 3 εκατοστά απόσταση μας έφερνε πιο κοντά από ότι μας χώριζε. Κοιτιόμασταν για ώρες χωρίς να ακουμπάμε ο ένας τον άλλον. Θυμάμαι το ερωτερικό του μπράτσου του. Ποτέ δεν θέλησα να αγαπήσω τόσο πολύ, κάτι τόσο ξένο. Δεν ξέρω πως τα χείλη μας άγγιξαν, χωρίς καθόλου να κινηθούμε. Θα ορκιζόμουν στην φυσική έλξη, αυτήν που δημιουργείται από τον καθαρό ελεκτρισμό. Δεν με άφηνε, δεν τον άφηνα. Θυμάμαι να του μαθαίνω πράγματα καινούρια. Θυμάμαι να γελάει. Τα μάτια του. Μπλε βαθιά άγρια μάτια. Άγρια για όλους εκτός από εμένα. Τα φρύδια του, ξανθά, αχνοφαίνονταν. Τις άσπρες τρίχες στους κροτάφους. Το κατάλευκο των δοντιών του. Συγχωρέστε με για την απέραντή μου επιφάνεια, μα πάει καιρός που δεν μπορώ να σταματήσω να υποκλίνομαι στην ομορφιά. Ήταν όμορφος. Όμορφος σαν άνοιξη. Καυτός σαν καλοκαίρι. Σα να σ’αγκάλιαζαν η θάλασσα και ο ήλιος μαζί. Ήταν όμορφος. Θεέ μου, πόσο όμορφος. Θυμάμαι τις ιστορίες του. Θυμάμαι τις δικές μου. Όλες σε άπταιστα γερμανικά. Οι λέξεις πάντα βρίσκονται όταν απέναντί σου βρίσκεται αυτός που θέλεις να τις ακούσει. Θα φύγω του είπα. Μα έμεινα. Θα φύγω του είπα και του έπιασα το χέρι. Ακολούθησε. Φεύγω του λέω. Έμεινα ξανά. Η πόρτα σήμαινε το τέλος. Το ήξερα. Έφυγα. Ένα μήνυμα ήρθε και το κοφτερό βλέμμα του στην πόρτα μου. Ένας ύπνος. Αφού μόνο αυτός στο μικρό μου μυαλό σημαίνει περισσότερα από οτιδήποτε άλλο. Θυμάμαι κάθε διαδρομή που έκαναν τα δάχτυλά του στο κορμί μου. Από τις παλάμες μέχρι το λαιμό. Από τους γοφούς μέχρι τον αυχένα. Χαιδεύω. Πόσο υποτιμεμένο ρήμα. Θυμάμαι το πρωί μετά. Τα μάτια του. Τα φρύδια του. Τον άτριχο θωρακά του. Θυμάμαι. Πόσο υπερτιμημένο ρήμα. Και πάμε τώρα στα βασικά. Ξέρω. Ρήμα χρήσιμο, ανελέητο, αδυσώπητο. Ξέρω πως αυτός δεν θυμάται τίποτα.
Το εφτά
θέλω τέλος (ή και ταυτόχρονα) να γνωρίσω έναν άνθρωπο όμορφο. όμορφο στην όψη και στην καρδιά. θέλω όταν γνωριστούμε τα μάτια μας να καρφωθούν μεταξύ τους κι ανάμεσα να σφινωθεί μια απέραντη λάμψη που να φωνάζει ψυθιριστά επιτέλους. βρεθήκαμε. έφτασε η εποχή μας. θέλω το μέσα μου να δυναμιτίσει. το στομάχι μου να γίνει γροθιά. το μυαλό μου να πονέσει. όλη μου η φαιά ουσία να καεί. η ύπαρξή μου να υποκλιθεί στην παρουσία του. θέλω να μην είναι μπερδεμένος. θέλω να με ψάχνει. θέλω από πριν να με ψάχνει και μόλις με βρει να είναι έτοιμος. να σφίξει τα δάχτυλα μου μέσα στα δικά του. να μην σκεφτεί ούτε στιγμή να χαλαρώσει το κράτημα. να με προστατεύει σαν τη ζωή του. θέλω να ξέρει από ισορροπία. να μου μάθει κι εμένα να ισορροπώ. θέλω να μου λέει πως είμαι όμορφη. από πάνω μέχρι μέσα. να μου λέει πως με περίμενε. να θέλει παιδιά. να θέλει τα παιδιά μου. να με γνωρίσει στους φίλους του. να γίνουν φίλοι μου. να με γνωρίσει στους δικούς του. να γίνουν δικοί μου. να με αγαπάει. να πηγαίνουμε βόλτες στους αστερισμούς της νύχτας. στη Μεγάλη και την Μικρή Άρκτο, στο Διαβήτη, τα Ιστία, τον Τουκάνα. αν δεν φτάνουν τα καύσιμα να πηγαίνουμε μέχρι το περίπτερο. ή την συκιά κάτω από το σπίτι. να μην φοβάμαι. να τον αγαπώ. να μην τον στεναχωρώ. να τον συγχωρώ. να θέλει να τον συγχωρώ. να μην αδιαφορεί στην πάντοτε υπαρκτή πιθανότητα να χαθούμε. του χρόνου τέτοια μέρα να του διαβάζω το εφτά. να μοιάζει με προφητεία. να αγαπιόμαστε. να αγαπιόμαστε. να αγαπιόμαστε. να μην θυμίζει το σεξ σε ό,τι κάποτε ονομάσαμε σεξ. να τρέχει από το στόμα μου έρωτας. να χύνει εθισμό. να είμαι αυτός. να είναι εγώ. να κάνουμε σχέδια. αν χρειαστεί και σχεδία. να μην φοβάμαι. να τον αγαπώ. να με αγαπά. να ξέρουμε πως θα φτάσουμε μαζί στο τέλος. να μην το πιστεύουμε. να το ξέρουμε.
Αέρας σαν φως
Το σπίτι είναι μεγάλο, παλιάς εποχής, βικτωριανής αρχιτεκτονικής. Γαλάζιο σαν μπουμπουνιέρα και τυλιγμένο με ταπετσαρία φλοράλ. Τριγύρω δέντρα και παρακάτω μια λίμνη. Ησυχία παντού, εκτός από μέσα. Σαν μια προσπάθεια επιβολής του ενός πάνω στον άλλον. Καμιά φορά ακούγονται φωνές στο δρόμο, μα όλοι συνεχίζουν ό,τι κάνουν σα να μην συμβαίνει τίποτα. Η Γουέντι μεσήλικη γυναίκα, συμπαθής, με τις παραξενιές της, μα και τα βάσανά της. Σκότωσε τον άντρα της έμαθα με κυνηγετικό όπλο. 3 ντουφεκιές. Mπαμ μπαμ μπαμ. Δεν θυμάμαι τι σκέφτηκα όταν το άκουσα, μα όταν το είπα στη μητέρα μου είπε να μην την κρίνω, δεν ξέρεις που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος όταν νιώθει να τον πατάνε, είπε. Ο Μπραντ είναι άνθρωπος κουρασμένος, μα ίσως περισσότερο κουραστικός. Θέλει να τραβήξει την προσοχή τόσο, που κόβεται και κανείς πια δεν ασχολείται μαζί του. Τις προάλλες βέβαια μου εξιστορούσε για το κορίτσι του, που πέθανε πριν από χρόνια έτσι ξαφνικά, δεν περνάει μέρα που να μην την σκέφτομαι είπε, κι εγώ έσφιξα τα δόντια μου για να μην κλάψω. Ο Τζέιμι είναι καλή καρδιά, φωνακλάς μα άνθρωπος σκεπτόμενος. Έχει ένα σκύλο την Σάστα, την αγαπάει σαν την κόρη που δεν έχει. Για τον Τζίμι δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Α, είναι και ο Ρότζερ. Ο Ρότζερ είναι από τους ρόλους που δεν θα ήθελες να έχεις σε μια ιστορία, αυτούς που δεν εξυπηρετούν κανέναν σκοπό. Υπάρχουν μόνο για να γεμίζουν το κενό όταν οι υπόλοιποι παίζουν. Σκέφτομαι συχνά πως πολύ πιθανό να είμαι ο Ρότζερ στην ιστορία κάποιου άλλου και αυτό κάπως με θλίβει. Σκέφτομαι πως πολύ πιθανό να είμαι ο Ρότζερ σε ιστορίες για ανθρώπους που στις δικές μου είναι πρωταγωνιστές κι αυτό με θλίβει κάπως περισσότερο.
Τα δέντρα είναι κόκκινα ή κίτρινα. Πράσινα δεν έχω δει πουθενά. Τα κόκκινα βγάζουν από τον κορμό τους ένα γλυκό συρόπι που είναι λέει ιδανικό για πανκέικς. Τα κίτρινα δεν ξέρω που εξυπηρετούν. Το δωμάτιό μου είναι πάνω στη σοφίτα και βλέπω πολύ ουρανό και μπόλικο φως. Στην απέναντι σκεπή διασκεδάζουν πάντα την ώρα τους 3 σκίουροι. Νομίζω πως είναι αδέρφια, αλλά αποδεικτικά στοιχεία βέβαια δεν έχω. Είναι κάθε μέρα εκεί. Παράξενο σκέφτομαι, που από την τόση τεράστια ελευθερία που έχoυν επιλέγουν να μένουν στο ίδιο ακριβώς σημείο, τους αρέσει δεν τους αρέσει. Από αυτόν τον τεράστιο κόσμο, επιλέγουν να γίνουν μια κουκίδα που δεν μετακινείται, σε ένα μέρος που τυχαία γεννήθηκαν. Τι παράξενο σκέφτομαι ο φόβος να είναι άξονας ζωής, ή η αναβολή, ή η δικαιολογία. Τι παράξενο να μην είσαι περίεργος για το τι υπάρχει από πίσω, για το τι θα έβλεπες, αν απλά σηκωνόσουν να τραβήξεις την κουρτίνα. Τι παράξενο να μην θυμάσαι πόσος μικρός είναι ο κύκλος, να μην κάνεις τίποτα μην προλάβει και κλείσει αναρωτώμενος “τι θα μπορούσε να συμβεί εάν” …
Η Κίμπερλι ξεχωριστό παράδειγμα σε όλα αυτά. Στέκεται σιωπηλή, ακουμπησμένη στο περβάζι του παραθύρου, κοιτώντας πάντα έξω, μακρυά και ψηλά. Κανείς δεν ξέρει τι σκέφτεται, μα μοιάζει να είναι κάτι τρομακτικά μεγάλο. Σα να φαντάζεται έναν θόρυβο που οι κοινοί θνητοί δεν μπορούν να φανταστούν, σα να αδιαφορεί για όποια ανάγκη επιβολής ή αναγνώρισης, σαν ο κόσμος που βλέπει να είναι καλύτερος από τον γνωστό. Η Κίμπερλι φαίνεται να ξέρει περισσότερα από εμάς. Στέκεται στο περβάζι του παραθύρου, κοιτώντας πάντα έξω, ψηλά και μακρυά, σιγοτραγουδώντας Λέοναρντ και περιμένοντας μονάχα αυτόν που θα ξέρει να συμπληρώνει τους στίχους που αυτή ξεχνά.

Παράπονο
γιατί να μην σε έχω τώρα εδώ
να πλέκεις με τα δάχτυλά σου
σταυρόλεξα στα μαλλιά μου
να χάνεται ο δείκτης σου
στο αμείλικτο κενό
ανάμεσα στο στήθος μου
και να φαντάζεσαι ναυάγια
στο τρίγωνο της λεκάνης μου
γιατί ο αφαλός μου να μοιάζει
στον πιο όμορφο κόμπο της γης
μα εσύ πουθενά για να τον λύσεις
γιατί τον ιδρώτα μου να τον γλύφουν
οι πετσέτες στο γυμναστήριο
και το κορμί μου να μην
το αγγίζει άλλος παρά
το εμαγιέ του μπάνιου μου
γιατί να με τρώει
και να με χορταίνει
μόνο ο καθρέφτης μου
και τα μικρά άσπρα ανθάκια
πάνω στο γραφείο μου γιατί
δεν μου τα πήρες εσύ
αλλά εγώ μόνη μου προχθές
από έναν παππούλη με χέρια
τρεμάμενα στην Wittenbergplatz
τις μπλε μου μέρες γιατί, γιατί
να τις ξέρουν μόνο οι νότες και
γιατί, γιατί να μην έρθεις τώρα
να με τραβήξεις από τις
σπασμένες τάβλες μου
που χρόνια μ’ έχουν λατρέψει
να με πας κάπου δίχως γκρίζο
να με λατρέψεις για λίγο εσύ
μα πιότερο φως μου
γιατί να μην ξέρω το όνομά σου
και που μπορώ να σε βρω