Αγαπημένο μου WordPress #3
Αγαπημένο μου WordPress,
Είχα υποσχεθεί την επόμενη φορά που θα γράψω να με βρεις αλλαγμένη. Απαλλαγμένη από όσα με κυνηγάνε, με πνίγουνε και με τρώνε. Θα είχα αποτινάξει από πάνω μου τις όποιες διαγνώσεις, θα κουνούσα το εξιτήριο σαν σημαία λευκή ή νικητήρια, μικρή σημασία έχει, θα καυχιόμουν ότι έχω αναρρώσει. Την επόμενη φορά που θα έγραφα, θα ήταν όλα στη θέση τους. Το χαμένο νόημα, η απούσα αγάπη, οι μπλεγμένες λέξεις. Θα είχα σταματήσει να κάνω κύκλους γύρω από τον εαυτό μου, τα πολυπαιγμένα μελοδράματα και τις συννεφιασμένες Κυριακές. Ο λόγος μου θα είχε ακονιστεί, θα έγραφα για τα υψηλά, τα σημαντικά, τα αξιοσημείωτα. Την επόμενη φορά που θα έγραφα, θα είχα – επιτέλους – κάτι να πω. Αν θεωρήσουμε βέβαια ότι έχουμε ποτέ κάτι να πούμε και δεν είναι η ανάγκη έκφρασης, μια ανάγκη πρωταρχικά αυτοϊκανοποίησης. Ικανοποίησης δηλαδή του εγώ μας και της ματαιοδοξίας μας. Μια ανάγκη πρωτίστως για προσοχή. Και, δευτερευόντως, για την ελπίδα να νιώσουμε λιγότερο μόνοι.
Κάπως έτσι πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια. Κάπως έτσι κατάλαβα, πως αν περιμένω αυτή τη στιγμή, μάλλον δε θα ξαναγράψω ποτέ. Θα πεθάνω περιμένοντας κι εσύ θα μείνεις εδώ ερημωμένο, θα πηγαίνει τζάμπα και η συνδρομή που πληρώνω κάθε χρόνο για το domain, κι εσένα ολόκληρο φυσικά. Κάπως έτσι, αποφάσισα να τολμήσω να πληκτρολογήσω ξανά. Όχι, να γράψω – να πληκτρολογήσω. Να σταματήσω να στοιβάζω τις λέξεις μου κλειδωμένες σε σελίδες, να ανοίξω το πορτάκι του μυαλού μου, να τις αφήσω ελεύθερες, γυμνές. Να μπορούν όλοι να τις αγγίξουν, να τις μυρίσουν, να τις κοιτάξουν, να τις ακούσουν, να τις παρεξηγήσουν. Να σταθώ απέναντί τους, σε αυτές, τις εκτεθειμένες λέξεις, που έφτασα να φοβάμαι. Οι εκτεθειμένες λέξεις, μπορούν να σε εκθέσουν. Άλλη ματαιοδοξία βέβαια και αυτή – να μην εκτεθείς. Να μην αμαυρωθεί το όνομά σου. Το όνομά σου πρέπει να είναι δίπλα μόνο στα σπουδαία, στα θαυμαστά, στα αψεγάδιαστα, στα τέλεια.
Το κυνήγι για το τέλειο. Το κυνήγι αυτό με έβγαλε νοκ αουτ. Έμεινα στο πάτωμα μετά το δέκα. Είδα το χέρι του νικητή να σηκώνεται. Αρνήθηκα τη χειραψία. Αρνήθηκα πεισματικά να παραδεχθώ, να αποδεχθώ, να συμφωνήσω με την πραγματικότητα – πως δε θα είναι ποτέ όλα τακτοποιημένα. Θα τα βάζεις στη θέση τους και αυτά θα ξαναβγαίνουν. Θα πλησιάζει η αγάπη και θα στρίβει πάλι ησύχως. Το νόημα θα περνάει ξυστά, μα δε θα προλαβαίνεις να το πιάσεις. ‘Ισως, ήρθε ο καιρός να παραδεχθώ την ήττα μου, σε αυτόν τον στημένο αγώνα. Οι λέξεις δε θα καθίσουν ποτέ άψογα η μία δίπλα στην άλλη. Μάλλον, δε θα καταφέρω ποτέ να ξεφύγω από την ανυπόφορη ποιητική μου επανάληψη, όπως ακριβώς και η αείμνηστη Κική. Πιθανώς να μη βρω ποτέ κάτι σημαντικό να πω. Όσα γράφω θα συνεχίσουν να περιφέρονται γύρω από μια ζωή που πάντα φαντάζει παράξενη, αλλόκοτη, κοφτή· το χρόνο που κυλάει αμείλικτος· τις μέρες που μάχονται με την ύπαρξη μας. Ποίος μπορεί άλλωστε να μου στερήσει το δικαίωμα να μιλάω για τα ασήμαντα, σε έναν κόσμο που φτιάχθηκε ακριβώς και αποκλειστικά για αυτά;
