Αγαπημένο μου WordPress #4
Παρατηρώ τον κόσμο. Αλλάζει. Μια ταχύτητα που με ξεπερνά. Θέλω να κατέβω. Χρειάζομαι παύση. Νιώθω ναυτία. Κάποιος, από το κοντρόλ ας σταματήσει αυτό το καρουζέλ που έγινε τρενάκι τρόμου. Θέλω να εξηγήσω. Να περιγράψω όσα περνούν μέσα από τον κερατοειδή, την ίριδα, την κόρη, τον υαλώδη χιτώνα, τον αμφιβληστροειδή, το οπτικό νεύρο. Καμία διάθεση για ποίηση. Μόνο να μιλήσω. Τριανταπέντε χρόνια αναζήτησης. Τόσων πολλών, κι ανάμεσά τους κι αυτής της άγνωστης. Εδώ η αγάπη. Εκεί η αγάπη. Πουθενά η αγάπη. Πώς μπορεί να ψάχνεις κάτι που δεν ξέρεις πώς μοιάζει; Πώς θα το αναγνωρίσεις; Πώς θα ξέρεις ότι το βρήκες; Νομίζω πως δεν το έχω βρει. Ούτε το έχω νιώσει. Έτσι ωμά. Καθόλου ποιητικά. Ίσως τώρα έρθει ο τούτος ή ο εκείνος να υπερασπιστεί τα ψίχουλά του. Μα, τα ψίχουλα δεν τα λογιάζω πια για αγάπη. Ό,τι βρήκα δε μου φτάνει. Δε μου αρκεί. Αυτή είναι η αλήθεια μου. Δεν είναι άλλωστε η αλήθεια μας, η μόνη αλήθεια; Αν αγάπησα; Ούτε αυτό το ξέρω. Εμένα, που μου αποδίδεται ο ύμνος της φυγής από αυτήν. Αγάπησα; Αγαπήθηκα; Ίσως, και τίποτα απ’ τα δύο. Αν με διαβάζεις ακόμα, αγαπημένε πρώην, ρίξε ένα κόμμεντ. Πες μου, τόσα χρόνια μετά — θα ξέρεις. Με αγάπησες;
Παρατηρώ το χρόνο. Περνάει. Όταν άνοιξα το μπλογκ, ήταν 2009. Θυμάμαι τον αδερφό μου, να μου λέει με στόμφο «Κάνε κανένα μπλογκ, ίσως μάθεις τίποτα χρήσιμο». Χρήσιμο, για εκείνον, ήταν μόνο ό,τι είχε να κάνει με κώδικα. Όποιος δεν έκανε κάτι σχετικό, ήταν χαζός. Οπότε χαζή εγώ, με τις πολιτικές μου επιστήμες, χαζοί και όλοι της θεωρητικής. Ειρωνεία της τύχης: έμαθα κάτι πράγματι χρήσιμο· πώς να γράφω για να ανασαίνω. Κι αυτό που τελικά μου κερδίζει το ψωμί – και μάλιστα μπαμπάτσικο, θα έλεγε κανείς. Το 2009 ήταν κουλ να έχεις μπλογκ. Όποιος είχε μπλογκ ήταν κουλ, ή όποιος ήταν κουλ είχε μπλογκ. Σήμερα μάλλον το αντίθετο· παρωχημένο, σχεδόν γραφικό. Μα εγώ, μέσα στις (μάλλον επί τούτου) αποτυχημένες μου προσπάθειες να είμαι «μέσα», θα μείνω εκτός. Θα αντισταθώ στη μάστιγα των καιρών, στην ορμή της εικόνας, του ήχου, της κίνησης, του γρήγορου, του πρόχειρου. Θα μείνω πιστή στις λέξεις. Σε εκείνες που θέλουν χρόνο, ησυχία, που δεν αποκρυπτογραφούνται με μια μηχανική κίνηση του αντίχειρα. Θα μείνω πιστή στις λέξεις — στην απέραντη ομορφιά και στο απύθμενο βάθος τους, που μπορούν να τις φτάσουν, μόνο όσοι έχουν μάθει να κρατάνε την αναπνοή τους.
Δεκαεφτά χρόνια πριν. Ήταν η χρονιά που νόμιζα πως ξεκινούσε η ευτυχία. Δεν ξεκίνησε. Ήταν σαν να περιμένεις αστερόσκονη και να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Πόσο αφελές βέβαια, να περιμένει κανείς να ρίξει αστερόσκονη. Και να φανταστείς, μόνο με Disney δεν μεγάλωσα. Δεκαεφτά χρόνια. Άγρια. Έγδαραν. Έτσουξαν. Έβαψαν τα πάντα στο χρώμα της λύπης. Δεκατρία χρόνια από τότε που άκουσα για πρώτη φορά τα κόκκαλά μου να κάνουν κρακ από το κρύο. Εφτά από τότε που ο χρόνος έγινε εχθρός. Πέντε από τότε που η υπέρθλιψη υψηλής λειτουργικότητας ανέβηκε στο βάθρο. Ίσως έξι. Ίσως παραπάνω. Δεν έμαθα να μετρώ στη θεωρητική. Τρία από τότε που πρωτοκάθισα στην γκρι καρέκλα της Όστερστρασε. (Δεν πίστεψα ποτέ ότι θα φτάναμε τόσο μακριά.) Ένας χρόνος και τρεις μήνες από τότε που σε γνώρισα. Έξι μήνες από τότε που σε άφησα. Τρεις από τότε που σε είδα για τελευταία φορά. Μηδέν χρόνια, μήνες, μέρες, από το σήμερα.
Κάθομαι στο ξύλινο μακρόστενο τραπέζι της τραπεζαρίας, που έφτιαξε ο Στέφαν εν μέσω πανδημίας. Ακούω Μανώλη Φάμελλο. Μια νοσταλγία για οτιδήποτε παλιό. Κοιτώ παλιές φωτογραφίες. Είμαστε παιδιά. Πώς καταφέραμε εκείνη την τραγωδία; Υπεραστικό λεωφορείο. Ένα βίντεο στο σταθμό της Λάρισας. Απογευματινός ήλιος. Το κεφάλι σου ανάμεσα στα χέρια μου. Τα μάτια σου κλειστά. Νιώθω απέραντα μόνη. Κάθε φορά που κάποιος φεύγει, παίρνει μαζί του ό,τι γεννήθηκε από το μαζί. Κάθε φορά που κάποιος φεύγει, πεθαίνει το μαζί. Και μαζί του, κάτι κι από εμένα. Γι’ αυτό τώρα, θα κρατήσω παρέα στον εαυτό μου. Θα συνεχίσω να νιώθω χαμένη, θα διαβάζω Σιντάρτα, θα πλέκω ιστορίες για το μέλλον – καταστροφές, ποτέ happy endings. Θα κολυμπώ στα δάκρυά μου, και πάντα θα πνίγομαι. Θα μου λείπει ο πρώην μου, ο τελευταίος πρώτη μου, που ούτε το δικαίωμα να αποκαλεστεί πρώην δεν του έδωσα, αφού επέμενα οχτώ μήνες ότι δεν έχουμε σχέση (όποιος έπαθε Βερολινίτιδα, ας σηκώσει το χέρι). Και θα ελπίζω, ότι κάποτε θα μεγαλώσω.
