Πως θα
Δεν είναι που η ζωή μοιάζει με τέλμα, δεν είναι το άφαντο νόημα, το βαρετό πηγαινέλα στη δουλειά, το ανυπόφορο οχτάωρο, το κούνημα του κεφαλιού αντί καλημέρας, το σκοτάδι των κλαμπς, οι γκόμενοι μικρής διαρκείας, δεν είναι τα μελαγχολικά απογεύματα, τα καθιερωμένα ραντεβού για βιετναμέζικο, οι αποστηθισμένες συζητήσεις, οι πάντα ίδιες καταλήξεις, τα γενέθλια που δεν σταματάνε να έρχονται, οι δείκτες που δεν τρέχουνε σαν να τους κυνηγάνε, τα αυξημένα ποσοστά διαζυγίων, η αποδέσμευση των σχέσεων, όσοι πέρασαν, όσοι ξεχάστηκαν να θυμηθούν, η χώρα που τότε ήταν σπίτι, οι ρίζες που μαράθηκαν, οι γεύσεις που έσβησαν, οι συνήθειες που κόπηκαν, το εγώ που αναρωτιέται από τι ορίζεται, η ζωή που δεν πήγε κατά σχεδίου.

Η μαρμελάδα από βατόμουρα.
Μου λείπει η τζανεριά στην άκρη του ακάλυπτου.
Το κλουβί με τα καναρίνια στο αντικρινό μπαλκόνι.
Η γάτα μου, η Μάργκω.
Τα χαρτιά και τα μολύβια μου
(κι ας μην κατάφεραν ποτέ να δώσουν άσυλο στην ψυχή μου). Σε μια έρημο βρίσκομαι. Και σε παρακαλώ μη με ρωτάς γιατί.
Ξέρεις πως είμαι ανίκανη να δώσω εξηγήσεις. Όμως. Απ όλα περισσότερο, θέλεις να μάθεις τι μου λείπει; Το παραμύθι.
Το παραμύθι πως μια μέρα θα βρίσκαμε μια όαση μαζί!»