Έναν χρόνο και δύο μήνες μετά
δεν ήρθε για ζάχαρη, μα για ό,τι ακριβώς είχε να του δώσει – κάτι πικραμύγδαλα ξεχασμένα στο ψυγείο. πυροτέχνημα δεν άστραψε κανένα, μονάχα για λίγο εκείνο το βλέμμα που ήξερε ν’ αναγνωρίζει μόνο αυτή. λουλούδια δεν έφερε. ένα τζιν εντ τόνικ σε ποτήρι μιας χρήσης κι ένα χτυποκάρδι ενός απογεύματος.
δεν ήρθε λάθος ώρα. ήρθε η ώρα ακριβώς, να διασκεδάσει το χρόνο της αναμονής μέχρι το επόμενο αεροδρόμιο. και τούτη τη φορά δεν την πείραξε το πλαστικό. ίσως γιατί διψούσε, ίσως γιατί κι αυτό το χνούδι στη ραχοκοκαλιά της έπρεπε κάποτε κάποιος να το χαιδέψει.
ίσως γιατί καμιά φορά
θέλεις να ξαπλώσεις μονάχα
να αφήσεις τη θάλασσα
να έρχεται καταπάνω σου
κι ας σου χαλά(σ)ει
τα κάστρα που έφτιαξες
με τόσο κόπο
και
τόση αφέλεια
