Να τις σκοτώσω θέλω. Να μην υπάρχουν σε κανένα μυαλό. Χωμένες πίσω από κανένα στέρνο. Να εξαφανιστούν από κάθε λεξικό. Ένα μαγικό ραβδί να είχα. Ή ένα χασαπομάχαιρο. Να τις βάλω εκεί στο ξύλινο τραπέζι να τις βαρέσω δυνατά, φορώντας την άσπρη μου ποδιά για να μην λερώνομαι. Να τις θυσιάσω μπροστά στο βωμό μιας ήρεμης ζωής χωρίς εκπλήξεις. Να σταματήσουν τα παιδιά να νομίζουν. Να σταματήσουν οι μεγάλοι να ελπίζουν. Να μην καραδοκούν με τη σαμπάνια παραμάσχαλα, να λένε ήρθε και πάλι να μην έχει έρθει. Να σταματήσει πρέπει κάποτε αυτή η αγωνία του αύριο, που θα είναι καλύτερο, πιο λαμπρό και πιο φωτεινό. Να τις ξεριζώσω πρέπει. Να τις τραβήξω από το τσουλούφι. Από το αυτί. Τα μάτια να τους βγάλω. Να τις εξοντώσω τελοσπάντων, να πάψουν να φυτρώνουν σαν τα ζιζάνια εκεί που δεν τις σπέρνουν. Να σταματήσουνε να κλέβουνε το δικαιωμά μας στην ρουτίνα. Το δικαίωμα στη θάλασσα λάδι. Χωρίς κύματα και φουρτούνες. Να τις μαζέψω σε μια γωνιά και να τις κάψω, να γίνουν στάχτη. Στάχτη δίχως μέλλον, δίχως παρελθόν. Να τις σβήσω από κάθε καρδιά που χτυπάει. Να ζήσουμε ελεύθεροι. Χωρίς χέρια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό μας. Να πάψουν να χτυπάνε την πόρτα οι απογοητεύσεις σαν τοκογλύφοι. Δεν έχουμε. Δώσαμε. Προσδοκήσαμε. Χάσαμε. Και αυτήν την φορά. Όπως και κάθε προηγούμενη.
Leave a Reply