Η πτήση είχε καθυστέρηση. Έτσι κάνει πάντα κάνει το σύμπαν όταν καταλάβει την τρομερή σου ανυπομονησία για κάτι. Σα να σε περιπαίζει μοιάζει και μένεις εσύ να δαγκώνεις νύχια, να τραβάς μανίκια και να καρφώνεις με τα μάτια μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, λες και κουνούπι είναι ο άλλος και θα σου ξεφύγει. Όλοι όρμηξαν προς την έξοδο, αυτός ως συνήθως τελευταίος. Επίτηδες το έκανε ή απλώς δεν τον ένοιαζε αν θα την αγγίξει δύο λεπτά νωρίτερα; Δεν μάθαμε ποτέ. Εκείνο το φιλί κράτησε αιώνες. Όπως όλα αυτά που περιμένεις καιρό. Μια λάμψη μπορεί να ‘ναι και να νομίσεις ότι κράτησε όσο ένα ξημέρωμα και ένα δειλινό μαζί. Δεν μπορείς να χορτάσεις κάτι όταν ο πόθος σου γι’αυτό είναι μεγαλύτερος κι από αυτόν του να αναπνέεις.Τα πρωινά τους ήταν πιο ονειρικά κι από τα πιο καλομελετημένα όνειρα. Έμοιαζαν με αυτά τα πρωινά που έχεις συνδέσει την τέλεια ευτυχία. Εξωτικό νησί, απέραντη πράσινη ακτή, φοίνικες και κοκτέιλ. Το φως που ξεγλιστρούσε από τις γρίλιες ήταν το μοναδικό ξυπνητήρι τους. Αυτή άνοιγε πάντα πρώτη τα μάτια κι έμενε εκεί για κάμποση ώρα και του ψυθίριζε στο αυτί. Του έλεγε για τον έρωτά της με τα μάτια του, τα φρύδια του, τα χείλη του, το σκουλαρήκι του, τα δόντια του, το χαμόγελό του -αυτό το χαμόγελο ήταν που την φυλάκισε το δίχως άλλο – τις μουσικές του, τις σιωπές του, του έλεγε και του έλεγε ώσπου κάποτε ξυπνούσε κι αυτός. Το πρωινό του το πήγαινε πάντα στο κρεβάτι, φυσικός χυμός πορτοκάλι και κρουασανάκια με πάστα φουντουκιού 47% – πιο πολύ δεν βρήκε! Οι μέρες περνούσαν και τα μάτια τους έλαμπαν σαν αστρόπλοια. Οι λίμνες είχαν ανθίσει γι’αυτούς, οι κύκνοι άνοιγαν τα φτερά τους για να την κάνουν να χαμογελάσει κι αυτός να την ερωτευτεί λίγο παραπάνω. Περπάταγαν στην Friedrichstrasse δίπλα στο ποτάμι και στρώνονταν τα τραπέζια, με κόκκινα καρό τραπεζομάντηλα για να καθήσουνε. Την έπιανε σφιχτά από το χέρι “Σ’αγαπώ” της έλεγε “Σ‘αγαπώ! Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;”
Τα πάρκα ήταν πιο πράσινα από ποτέ και ο ήλιος έλαμπε μόνο γι’αυτούς. Τρέχανε στους δρόμους αγκαλιασμένοι – είναι μεγάλοι οι δρόμοι αυτής της πόλης και πλατείς να περνάει ο έρωτας σαν ποτάμι – “Σε λατρεύω φως μου” του έλεγε, κοιτώντας τα εκθαμβωτικά του μάτια. Ξέρετε, υπάρχουν μάτια και μάτια. Μάτια που κοιτάς και προσπερνάς, μάτια που ξεχνάς ότι κάποτε τα κοίταξες, μάτια άδεια. Κι είναι και μερικά μάτια, μεγάλα, με κάτι μαύρες λαμπερές μπίλιες που σε καρφώνουν στην καρδιά. Μάτια που σε ακολουθούν παντού κι αξιώνουν σκέψεις όπως “εσύ θα μείνεις για πάντα εδώ” ή “σε περίμενα”.
Το σώμα του είχε αλλάξει σχήμα, οι κινήσεις του δεν θύμιζαν τίποτα παλιό, θα έλεγε κανείς πως ήταν κάποιος άλλος ολότελα. Έμοιαζε να τον γνωρίζει από την αρχή κι αυτός εκείνην. Το κρεβάτι ήταν μικρό και γκρίνιαζε συχνά πως δεν κοιμάται καλά, αλλά ακόμα κι οι τοίχοι έβλεπαν πως χαιρόταν σα μικρό παιδί έτσι που ήτανε στριμωγμένοι κι αγάπη τους κάπου μπλεγμένη στα παπλώματα. Τα πρωινά έβγαινε στο παράθυρο, κοιτούσε τον πύργο, γελούσε και της τραγουδούσε τους πιο παράξενους σκοπούς. Τα απογεύματα βγαίνανε φωτογραφίες, τέσσερις κάθε φορά. Σε όλα τα αυτόματα μηχανήματα που έβρισκαν μπροστά τους, όπως έκανε εκείνος ο παράξενος κύριος που κυνηγούσε η Αμελί. Αυτούς όμως δεν κυνηγούσε κανένας πια, παρά μονάχα ο ήλιος. Κι από αυτόν δεν θέλανε να ξεφύγουν. Τα βράδια χορεύανε στα στενά πίσω από το Kreuzberg, “δεν μου αρέσουν αυτά τα μέρη” της έλεγε, “αγκάλιασέ με” του έλεγε εκείνη. Λουλούδια έπεφταν από τον ουρανό κι αυτός της έφτιαχνε κολιέ με πρασινάδες και άσπρα ανθάκια. “Ω, μάτια μου, γιατί δεν είναι όλοι οι άνθρωποι όσο χαρούμενοι είμαστε εμείς;” αναρωτιόταν και οι δύο φωναχτά. “Μη φεύγεις” του έλεγε ύστερα, “Μείνε λίγο ακόμα”. Μα αυτή τη φορά δεν ήταν ένα απλό υπεραστικό, όπως τότε που αφήνανε τα λεωφορεία να φεύγουν κι αυτοί να παίρνανε πάντα το τελευταίο, ή αυτό της επόμενης μέρας, ή της παραεπόμενης, τι τους ένοιαζε; “Άσε τη μαμά σου να φωνάζει” του έλεγε. Πάντα το ήξερε άλλωστε πως μόλις την γνώριζε, θα την συμπαθούσε.
Δυο ώρες μετά την απογείωση έμεινε στο αεροδρόμιο.
Γυρνώντας αγόρασε μία γόμα και άρχισε να σβήνει. Αυτός δεν ήρθε ποτέ. Αυτή δεν έμεινε να περιμένει. Όλα μπήκαν σε χρόνο καινούριο. Σ’ έναν χρόνο ανύπαρκτο. Ασυντέλεστο μέλλοντα τον ονόμασε.
HURT JULY says
ΕΧΕΙΣ ΣΚΕΦΕΤΕΙ ΠΟΤΕ ΝΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΘΟΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ?
ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΠΟΝΑΣ ΑΛΛΑ ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΠΟΝΑΝΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙΣ!!!
ΜΠΡΑΒΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΥ.
Christina Parascha says
Ω, μα τι να πω τώρα εγώ; Ευχαριστώ πολύ! (Όσο για τη δημοσίευση σε κάτι παραπάνω από ένα απλό μπλογκ, νομίζω είναι παραείναι μεγαλεπίβολη σκέψη.)
HURT JULY says
Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι καπως ετσι ξεκινησε, σε τοπικες εφημεριδες 😉 και πολλοι αλλοι αλλα μου τον θυμιζεις. Αλλο το υφος βεβαια αλλα υπεροχο και το δικο σου.
Ειναι ενα απλο μπλογκ αλλα με βαθυ νοημα οι θολες σου ιστοριες!
howfireworks says
κάτι μέσα μου έκανε κρακ
Miranta Konstantinidou says
Έτυχε να πέσει στο μάτι μου το συγκεκριμένο πόστ και πολύ το χάρηκα,γιαυτό είπα να στο πω.Μπράβο,ξαναμπράβο και ξαναματαμπράβο!Έγραψες!